Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμμελῆ

См. также в других словарях:

  • ἐμμελῆ — ἐμμελής in tune neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμμελής in tune masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμμελής in tune masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμμελής — ές (Α ἐμμελής, ές) μελωδικός, αρμονικός αρχ. 1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός 2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός 3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῑτο παιδείαν», Πλούτ.) 4. μέτριος, μικρός 5. (για πρόσ.) ευπρεπής,… …   Dictionary of Greek

  • συμμελής — ές, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερής αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»