Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐκ-λᾰλητικός

См. также в других словарях:

  • λαλητικός — λαλητικός, ή, όν (Α) [λαλώ] φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • λαλητικόν — λαλητικός given to babbling masc acc sg λαλητικός given to babbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητικοί — λαλητικός given to babbling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητικοῦ — λαλητικός given to babbling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητικήν — λαλητικός given to babbling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»