-
1 λαλητικος
-
2 εκλαλητικος
См. также в других словарях:
λαλητικός — λαλητικός, ή, όν (Α) [λαλώ] φλύαρος … Dictionary of Greek
λαλητικόν — λαλητικός given to babbling masc acc sg λαλητικός given to babbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητικοί — λαλητικός given to babbling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητικοῦ — λαλητικός given to babbling masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλητικήν — λαλητικός given to babbling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)