-
1 εκλαλητικος
См. также в других словарях:
εκλαλητικός — ἐκλαλητικός, ή, όν (Α) ο ικανός να εκφράζεται με λόγια … Dictionary of Greek
ἐκλαλητική — ἐκλαλητικός capable of expressing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)