-
1 εκπροθεσμος
2пропустивший срокἐ. τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν Luc. — по прошествии семидневного срока;
ἐ. τοῦ ὀφλήματος Luc. — не уплативший в срок долга;ἐ. ἔφεσις Luc. — запоздавшая апелляция;ἐκπρόθεσμα φιλοτιμήματα Luc. — запоздалые почести;ἐ. ὢν ἤδη τοῦ ἀγῶνος Luc. — будучи уже слишком стар для состязаний -
2 εκπρόθεσμος
См. также в других словарях:
ἐκπρόθεσμος — beyond the appointed day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπρόθεσμος — η, ο (AM ἐκπρόθεσμος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που άφησε να περάσει η καθορισμένη προθεσμία για να κάνει κάτι 2. (για πράγμ.) αυτός που γίνεται μετά την καθορισμένη προθεσμία … Dictionary of Greek
εκπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α που ξεπέρασε το ορισμένο χρονικό όριο, την προθεσμία, καθυστερημένος: Η αίτησή σου είναι εκπρόθεσμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκπρόθεσμον — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem acc sg ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροθέσμου — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροθέσμους — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπροθέσμων — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρόθεσμα — ἐκπρόθεσμος beyond the appointed day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
υπέρορος — ον, Α αυτός που υπερβαίνει την προθεσμία, εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὅρος (Ι) «όριο, σύνορο» (πρβλ. ὅμ ορος)] … Dictionary of Greek
υπερπρόθεσμος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκ πρόθεσμος] … Dictionary of Greek