-
1 εγέλασα
-
2 ἐγέλασα
-
3 γελάω
γελάω, [dialect] Ep. [full] γελόω Od.21.105, [dialect] Aeol. [full] γέλαιμι Hdn.Gr.2.463, al.; [dialect] Ep. part.Aγελόωντες Od.18.40
, γελώοντες, -ώωντες, or - οίωντες ib. 111, cf. 20.390; [dialect] Ep. [tense] impf. γελώων or- οίων 20.347
; [dialect] Dor. part. γελᾶσα, [ per.] 3pl. γελᾶντι, Theoc.1.36,90; [dialect] Aeol.γελαίσας Sapph.2.5
: [dialect] Att. [tense] fut. , X.Smp.1.16, etc.; laterγελάσω AP2.178
(Mel.), 11.29 (Autom.), Anacreont.38.8, etc.: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ep.ἐγέλασσα Il.15.101
; [dialect] Dor.ἐγέλαξα Theoc.20
. <*>, v.l.ib.7.42; [ per.] 3pl. γέλαν for ἐγέλασαν Poet. ap. EM255.6:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι D.L.1.78
, Luc.Am.2: [tense] aor.ἐγελάσθην D.2.10
, ([etym.] κατ-) Th.3.83, Pl. Euthphr.3c, etc.: [tense] pf. γεγέλασται ([etym.] κατα-) Luc.DMort.1.1.I abs., laugh,ἁπαλὸν γελάσαι Od.14.465
;ἀχρεῖον γ. 18.163
; ;δακρυόεν γ. Il.6.484
;μηδὲν ἵλεων γ. S.Aj. 1011
; ἡ δ' ἐγέλασσε χείλεσιν, of feigned laughter, Il.15.101; ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ his heart laughed within him, 21.389;γελῶ ὁρῶν Hdt.4.36
:—[voice] Pass., εἵνεκα τοῦ γελασθῆι αι for the sake of a laugh being raised, D.2.19.2 of things,γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών Il. 19.362
;γαῖά τε πᾶσ' ἐγέλασσε h.Cer.14
;γελᾷ δέ τε δό ματα πατρός Hes.Th.40
;γελῶντα ὑδάτη Lyr.Alex.Adesp.32.4
.II laugh at,ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Il.2.270
, 23.784;ἐπ' ἀλλήλοισι γελῶσιν Thgn. 1113
; γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ laughs scornfully at.., A.Eu. 560 (lyr.); ἐπί τινι at a thing, X.Mem.4.2.5, Pl.Phlb. 50a: freq. c. dat.,γελᾷ δὲ τοῖσδε.. ἄχεσιν πολὺν γέλωτα S.Aj. 957
(lyr.), cf. 1043, Ar. Nu. 560; ἐγέλασα ψολοκομπίαις was amused at them, Id.Eq. 696;ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem.110
;εἰς ἐχθροὺς γ. S. Aj.79
;ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς A.Ch. 222
: rarely c. gen. pers., (lyr.), cf. Pl.Tht. 175b, Luc.Dem.Enc.16, Procop.Goth.4.28 (v.l.).2 c. acc., deride,τινά Theoc.20.1
;ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ..
;X.
Smp.2.19; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν; what is this you are laughing at? Ar.Nu. 820:—[voice] Pass., to be derided, A.Eu. 789 (lyr.), S.Ant. 839 (lyr.);πρός τινος Id.Ph. 1023
;παρά τινος Id.OC 1423
. -
4 γελάω
γελάω, lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνϑη; γναϑμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηϑοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χϑὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι ϑυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαϑ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέϑιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναϑμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνϑρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσϑαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
-
5 γελαω
эп. тж. γελόω и γελοιάω (aor. ἐγέλασα - эп. (ἐ)γέλασ(σ)α, дор. ἐγέλαξα)1) смеяться(τί τοῦτ΄ ἐγέλασας ἐτεόν; Arph.)
δακρυόεν γελάσασα Hom. — смеясь сквозь слезы;γ. χείλεσιν Hom. — смеяться (одними) губами, т.е. принужденно2) веселиться, ликовать3) сиять, блистать, сверкать(χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Hom.; ὀπὴ λειριοέσσῃ Hes.)
4) насмехаться(ἐπί τινι Hom., Aesch., τινος и τινι Soph. Arph., ἐπί τινος и ἐπί τινι Xen. и τι Arph., Xen.)
ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι Dem. — для посмеяния;γελᾶσθαι πρός и παρά τινος Soph. — быть предметом чьих-л. насмешек -
6 γελάω
γελάω смеяться aor. ἐγέλασα -
7 γελάω
γελάω fut. γελάσω and γελάσομαι; 1 aor. ἐγέλασα (Hom. [s. LfgrE II 124] +; ins, pap, LXX, TestSol, TestAbr B, Philo; Jos., Bell. 4, 386 al.; Tat.) laugh Lk 6:21, 25 (opp. κλαίω as Theognis 1041 παρὰ κλαίοντι γελῶντες=laughing in the presence of one who is weeping; 1217; Porphyr., Vi. Pyth. 35); Hv 1, 1, 8; 1, 2, 3; εἶδεν αὐτὴν γελοῦσαν he saw her laughing GJs 17:2, followed by πρόσωπόν σου βλέπω … γελοῦντα (form of the ptc. as in OdeSol 11:12; s. B-D-F §90 and deStrycker 246).—B. 1106f. DELG. M-M (w. ref. to PGM 13 IV, 162: the exclamation χά=ha!). TW.
См. также в других словарях:
ἐγέλασα — γελάω laugh aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελασιάρης — ρα, ρικο ο γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, διά τού αορ. εγέλασα] … Dictionary of Greek
δακώ — ( άω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα γελώ, εχάλασα χαλώ) … Dictionary of Greek
ξεγελώ — άω παραπλανώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ γελῶ (αόρ. ἐξ εγέλασα) βλ. κατάλ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
περικοκκάζω — Α περιγελώ, κοροϊδεύω κάποιον («ἐγέλασα... ἀπεπυδάρισα μόθωνα, περιεκόκκασα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικοκκύζω] … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek