Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐγέλασα

См. также в других словарях:

  • ἐγέλασα — γελάω laugh aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελασιάρης — ρα, ρικο ο γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, διά τού αορ. εγέλασα] …   Dictionary of Greek

  • δακώ — ( άω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα γελώ, εχάλασα χαλώ) …   Dictionary of Greek

  • ξεγελώ — άω παραπλανώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ γελῶ (αόρ. ἐξ εγέλασα) βλ. κατάλ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • περικοκκάζω — Α περιγελώ, κοροϊδεύω κάποιον («ἐγέλασα... ἀπεπυδάρισα μόθωνα, περιεκόκκασα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικοκκύζω] …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»