-
1 Αιδος
-
2 ελληνόπαις
(-αιδος) ο, η греческий ребёнок; греческий юноша; греческая девушка -
3 φιλόπαις
(-αιδος) ο, η тот, кто любит детей -
4 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
5 Αις
ὁ (только gen. Ἄϊδος Hom., Hes.) = Ἅδης -
6 αλαμπης
21) лишенный блеска, т.е. неосвещенный, темный(Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.)
ἀ. ἡλίου Soph. — укрытый от солнечных лучей2) тусклый(χρώματα Plut.)
-
7 αλυρος
2не сопровождаемый игрой на лире(Ἄϊδος μοῖρα Soph.; ὕμνοι Eur.; μαθήματα ποιητῶν Plat.; μέλος Arst.; ἔρωτες Plut.)
-
8 βαινω
(fut. βήσομαι - дор. βάσομαι и βᾱσεῦμαι; pf. βέβηκα - дор. βέβᾱκα; aor. 2 ἔβην - эп. βῆν, дор. βᾶν, pass. ἐβάθην)1) шагать, ходить(μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat.)
βῆ ἰέναι или ἴμεν Hom. — он отправился;βῆ θέειν и βῆ φεύγων Hom. — он побежал;μεγάλα β. Luc. — широко шагать2) всходить, подниматься(ἐς δίφρρον и ἐφ΄ ἵππων, ἐπὴ νηός Hom.; med. δίφρον Hom.)
3) садиться верхом(ἀμφὴ δούρατι и περὴ τρόπιος Hom.)
4) идти, отправляться(προτὴ ἄστυ Hom.)
5) входить(δόμον Ἄϊδος εἴσω Hom.; Θήβας Soph.)
6) приходить, прибывать; pf. пребывать, находиться, быть(χῶρος ἐν ᾦ βεβήκαμεν Soph.)
βεβὼς ἐπὴ ξυροῦ τύχης Soph. — находящийся на краю гибели;ἐν κακοῖς βεβάναι Soph. — впасть в несчастье;(εὖ) βεβηκώς Her., Xen. — упрочившийся, прочный, твердый, сильный;βεβηκυῖα μάχη Plut. — упорный бой;οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph. — власть имущие7) сходить, спускаться(ἀπὸ πύργων χαμᾶζε, κατ΄ Οὐλύμποιο καρήνων Hom.)
8) возвращаться(ἐν νηυσὴ ἐς πατρίδα Hom.)
9) доходить(ἐς τόδε τόλμης Soph.)
ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων βεβώς Soph. — будучи доведен до такой уверенности10) проходить, претерпеватьδι΄ ὀδύνης β. Eur. — страдать
11) набрасываться, нападать(αἶνον ἔβα κόρος Pind.; ὀδύνα βαίνει τινά Eur.)
; настигать(ἔβα νέμεσις ἔς τινα Eur.)
12) выходить, уходить(ἐξ οἴκου Hom.)
; уезжать(ἐν и ἐπὴ νηυσί Hom.)
13) исчезать, пропадать(ἐκ βροτῶν Soph.)
βεβᾶσι ἀκρῶται στρατοῦ Aesch. — погиб цвет войска;δέδοικα μέ βεβήκῃ Soph. — боюсь, не умер ли он14) проходить, протекать, миновать(ἐνννέα βεβάασι ἐνιαυτοί Hom.)
15) следовать, преследовать(μετά τινα и τι Hom.)
16) ( о животных) покрывать(β. καὴ παιδοσπορεῖν Plat.)
ἵπποι βαινόμεναι Her. — случные кобылицы17) доставлять, приводить(ἵππους ἐπὴ Βουπρασίου Hom.; τινὰ ἐς Ἑλλάδα Eur.)
18) (только aor. ἔβησα) сбрасывать, опрокидывать(τινα ἐξ и ἀφ΄ ἵππων Hom.)
19) размеренно декламировать, скандировать(τὸ ἔπος Arst.)
-
9 δυω
I(fut. δύσω с ῡ, pf. δέδυκα) тж. med.1) погружаться, опускаться(θαλάσσης κόλπον Hom. и ἐς θάλατταν Her.; γαῖαν Hom. и κατὰ γῆς Plat.; ἐς и ὑπὸ πόντον Hom.; αἰθέρα Soph.; χάσμα χθονός Eur.; πλοῖα δέδυκε Arst.)
δ. δόμον Ἄϊδος εἴσω и εἰς Ἀΐδαο Hom. — сойти к Аиду, т.е. умереть2) входить, вступать(πόλιν Hom.; ἐς δόμους Eur.)
βέλος εἰς ἐγκέφαλον δῦ Hom. — стрела проникла в мозг;κάματος γυῖα δέδυκε Hom. — усталость охватила члены;δύμεναι μάχην Hom. — вступить в бой;κἀμὲ ἔδυ φόβος Eur. и — меня охватил страх3) ( о небесных светилах) заходить(ἠέλιος ἔδυ и δύσετο Hom.; ἄστρα δύεται Arst.)
πρὸ δύντος ἡλίου Her. — перед заходом солнца;δυομένῳ ἡλίῳ Xen. — с заходом солнца;δυομένης (τῆς σελήνης) Plut. — когда луна зашла;βίου δύντος Aesch. — на склоне жизни4) досл. опускаться на дно, перен. погибать(νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῦσα Plat.; οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος Aesch.)
5) прятаться(εἴς τινα, παῖς ὣς ὑπὸ μητέρα Hom.)
6) надевать (на себя)(χιτῶνα, τεύχεα, med. ἔντεα χροΐ и τεύχεα περὴ χροΐ Hom.)
ἐν τεύχεσι δύεσθαι Hom. — надеть на себя доспехи;δύεσθαι ἀλκήν Hom. — вооружиться мужеством, набраться храбрости;ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον Aesch. — он подчинился ярму неизбежностиIIaor. 2 conjct. к δύω См. δυω Iэп.-поэт. = δύο См. δυο -
10 ευρυπυλης
-
11 ισοτελεστος
-
12 καταφερω
(fut. κατοίσοι - эп. κατοίσομαι; aor. 1 κατήνεγκα)1) (с)носить вниз(μέτρημα πυρῶν τοῖς ὤμοις Plut.)
2) сводить вниз(Ἄϊδος εἴσω τινά Hom.)
κ. ποδὸς ἀκμάν Aesch. — спускаться, сходить, т.е. приближаться3) нести по течению4) относить (ветром или течением)(τὰς ναῦς ἐς τέν Πύλον, πρὸς τέν Πελοπόννησον κατενηνέχθαι Thuc.; εἰς τέν θάλατταν Arst.)
5) опускать(τέν δίκελλαν, τέν σφῦραν Luc.; τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ Plut.)
; pass. опускаться, склоняться к закату(καταφερομένου τοῦ ἡλίου Arst.; καταφερομένης σελήνης Plut.) или близиться к концу (τῆς ἡμέρας ἤδη καταφερομένης Plut.)
τὸ τοῦ λύχνου φῶς καταφερομένου Plut. — свет гаснущего светильника6) pass. (тж. κ. εἰς ὕπνον Luc., Plut.) хотеть спать, быть соннымκαταφερόμενος καὴ νυστάζων Arst. — качающийся от дремоты;
κ. ὕπνῳ βαθεῖ NT. — быть погруженным в глубокий сон7) сносить, разрушать(τοὺς πύργους Polyb.)
; med.-pass. обрушиваться(ῥοίζῳ καὴ τάχει ἀπίστῳ Plut.; πολλῶν τῶν οἰκιῶν καταφερομένων ἐπὴ τοὺς διαθέοντας Plut.)
8) (тж. κ. πληγήν Luc.) наносить ударκατένεγκε θαρρῶν Luc. — бей смело;
κ. τινὸς πολλά Plut. — обрушиться с упреками на кого-л.9) вносить, представлять(ἔγκλημα ἐπὴ δικαστήριον Dem.; ψῆφον NT.)
10) pass. впадать, попадать(εἰς κάρον Arst.)
κ. ἐπὴ γνώμην Polyb. — приходить к мысли;ἐπὴ ἐλπίδα τινὰ κ. Polyb. — возыметь какую-л. надежду11) вносить, уплачивать(τοὺς τόκους τοῖς δεδανεικόσι Arst.; ἀργυρίου εἴκοσι τάλαντα Polyb.; ἐν χρόνῳ ῥητῷ, sc. τὰ χρήματα Plut.)
12) возводить(τέν διαβολήν τινος Arst.)
-
13 κατειμι
[εἶμι] (inf. κατιέναι, эп. 3 л. sing. aor. med. καταείσατο)1) сходить, спускаться(Ἴδηθεν, ποταμόνδε, δόμον Ἄϊδος εἴσω и Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου δόμους Eur.)
2) приплывать, прибывать, причаливать(ἐς λιμένα ἡμέτερον Hom.)
3) падать, обрушиватьсяὡς δ΄ ὁπότε ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ΄ ὄρεσφιν Hom. — словно река, стремительно свергающаяся с гор;
ἀνέμου κατιόντος μεγάλου Thuc. — так как подул сильный ветер;ὀνείδεα κατιόντα τινί Her. — сыплющиеся на кого-л. оскорбления4) приходить назад, возвращаться(ἀγρόθεν, εἰς ἄστυ Hom.; ἐκ τῶν Μήδων Her.)
οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. — изгнанники вернулись -
14 κατερχομαι
1) сходить, спускаться(Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, πόλινδε, ἐπὴ νῆα, Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; ἄνωθεν Arst., NT.; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT.)
κ. εἰς ἀγῶνα Sext. — спускаться на арену, выходить на состязание;ὅ Νεῖλος κατέρχεται πληθύων Her. — Нил течет к морю, становясь полноводнее2) приходить, прибывать(εἰς Καισάρειαν NT.)
3) падать, рушиться4) приходить из изгнания, возвращаться(εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.)
φυγὰς κατελθών Soph. — вернувшись из изгнания;ὑπό τινος κατελθεῖν Thuc. — быть возвращенным кем-л. из изгнания -
15 κυνεη
-
16 βασιλόπαιδο
το, βασιλόπαις (-αιδος) ο, η царский, королёвский отпрыск, королев|ич, -на, царев|ич, -на -
17 ηγεμονόπαιδο
-
18 ναυτόπαιδο
το, ναυτόπαις (-αιδος) ο юнга
См. также в других словарях:
Ἄιδος — Ἄϊδος , Αἵδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾌιδος — ᾍδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άιδος κυνή — Η περικεφαλαία, κατά τη μυθολογία, του θεού του Άδη Πλούτωνα. Κατασκευάστηκε από τους Κύκλωπες και είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όποιον τη φορούσε. Εκτός από τον Πλούτωνα, τη χρησιμοποιούσαν και άλλοι θεοί, όπως ο Ερμής που τη φόρεσε για να… … Dictionary of Greek
αμερικανόπαις — ( αιδος), ο αμερικανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παις < παις] … Dictionary of Greek
πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] … Dictionary of Greek
πορφυρανθόπαις — αιδος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρανθής + παῖς] … Dictionary of Greek
πρόπαις — αιδος, ὁ, Α 1. (στην αρχαία Σπάρτη) αγόρι μέχρι τεσσάρων ετών 2. (κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παῖς, παιδός (πρβλ. αντί παις)] … Dictionary of Greek
πυρίπαις — αιδος, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) ο γιος τής φωτιάς, αυτός δηλ. που έχει γεννηθεί στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] … Dictionary of Greek
τρίπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παῖς, παιδός (πρβλ. δί παις)] … Dictionary of Greek
φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek