Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀκτορίων

См. также в других словарях:

  • Ἀκτοριώνων — Ἀκτορίων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτορίωνας — Ἀκτορίων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτορίωνε — Ἀκτορίων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτορίωνες — Ἀκτορίων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτορίωνος — Ἀκτορίων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»