-
1 Ακτορίωνε
-
2 Ἀκτορίωνε
-
3 παρ-ελαύνω
παρ-ελαύνω (s. ἐλαύνω), daneben vorbei- od. vorübertreiben, u. mit ausgelassenem ἅρμα, ἵππον u. dgl. scheinbar intrans., vorbeifahren, -reiten; τάχα παρελάσσεις, Il. 23, 427, vgl. 382, mit dem Wagen überholen u. so im Wettlauf überwinden, wie οἴοισίν μ' ἵπποισι παρήλασαν Ἀκτορίωνε ib. 638; Τρηχῖνα παρελαύνω, ich fahre nach Trachis hin, Hes. Sc. 353; νηῒ παρήλασε, er segelte vorbei, Od. 12, 186; u. so ἐπειδὴ τάς γε παρήλασαν 12, 197; ἐναντίω δύ' ἅρματε ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην, Ar. Av. 1129; u. in Prosa, παρελαύνων ἐφ' ἅρματος, vorbeifahrend, worauf folgt ἐπεὶ δὲ πάντας παρήλασε, Xen. An. 1, 2, 16, der auch ἵππον dazu setzt, παρελαύνων τὸν ἵππον εἰς τὸ πρόσϑεν, Cyr. 7, 3, 54; auch = vorrücken, παρελῶντας ἐπὶ τοὺς πολεμίους Hipparch. 8, 21, u. Sp., die auch wie Arat. 675 das nel. so brauchen; bei Theocr. 5, 89. 8, 73 schwankt die Lesart zwischen παρελεῦντα, παρελᾶντα u. παρελῶντα.
-
4 αὐτόφιν
αὐτόφιν, ep. gen. u. dat. sing. u. plur. von αὐτός; auch adverb. = αὐτοῠ. da; Hom. Iliad. 11, 44 εἵλετο δ' ἄλκιμα δοῦρε δύω, κεκορυϑμένα χαλκῷ, ὀξέα· τῆλε δὲ χαλκὸς ἀπ' αὐτόφιν οὐρανὸν εἴσω λάμπε; 19, 255 'Ἀτρείδης δὲ – Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν εὔχετο· τοὶ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτόφιν εἵατο σιγῇ Ἀργεῖοι, κατὰ μοῖραν, ἀκούοντες βασιλῆος, unterdessen (?); 12, 302 κέλεται δέ ἑ ϑυμὸς ἀγήνωρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλϑεῖν· εἴ περ γάρ χ' εὕρῃσι παρ' αὐτόφι βώτορας ἄνδρας – φυλάσσοντας κτἑ., 13, 42 ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν, κτενέεινδὲ παρ' αὐτόφι πάντας ἀρίστους; 20, 140 εἰ δέ κ' Ἄρης ἄρχωσι μάχης ἢ Φοῖβος Απόλλων, ἢ' Ἀχιλῆ' ἴσχωσι καὶ οὐκ εἰῶσι μάχεσϑαι, αὐτίκ' ἔπειτα καὶ ἄμμι παρ' αὐτόφι νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος; 23, 640 οἴοισίν μ' ἵπποισι παρήλασαν Ἀκτορίωνε, πλήϑει πρόσϑε βαλόντες, ἀγασσάμενοι περὶ νίκης, οὕνεκα δὴ τὰ μέγιστα παρ' αὐτόφι λείπετ' ἄεϑλα, vgl. Scholl. Nicanor. u. Didym.
-
5 ἀ-λαπάζω
ἀ-λαπάζω, fut. ἀλαπάξω Hom. Iliad. 2, 367 Aeschyl. Ag. 130, aor. ἀλάπαξα Hom. Iliad. 9, 136. 278. 328. 11, 750 Od. 17, 424. 19, 80, ausleeren; verwandt λαπάζω, λαφύσσω, ἀφύσσω, λάπτω, ἁρπάζω; vgl. καλύπτω κρύπτω; s. Athen. 8, 362 f; – Iliad. 2, 367. 9, 136. 278. 328. 24, 245 πόλιν (πόλεις, ἄστυ) ἀλαπάζειν, eine Stadt erobern u. zerstören; die Bewohner werden als Sklaven weggeführt; Iliad. 5, 166. 11, 503 στίχας ἀνδρῶν (φάλαγγας) ἀλαπάζειν, die Reihen lichten, durch das Tödten der einzelnen Krieger; Iliad. 11, 750 Ἀκτορίωνε ἀλάπαξα, tödten; 12, 67 τοὺς ἀλαπάζει Ζεύς, zu Grunde richten, Od. 17, 424. 19, 80 ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων, ἤϑελε γάρ που, nahm mir mein Vermögen; – Panyas. bei Athen. 2, 37 b vom Weine πάσας δ' ἐκ κραδίας ἀνίας ἀνδρῶν ἀλαπάζει.
-
6 Ἀκτορίων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀκτορίων
-
7 Ἄκτωρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἄκτωρ
-
8 Μολίων
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Μολίων
См. также в других словарях:
Ἀκτορίωνε — Ἀκτορίων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτορίωνες — Μυθολογικά πρόσωπα. Οι δίδυμοι Εύρυτος και Κτέατος, γιοι του Άκτορα και της Μολιόνης ή του Ποσειδώνα και της Μολιόνης. Γεννήθηκαν σε ασημένιο αβγό και ήταν κολλημένοι ο ένας με τον άλλο. Στην Ιλιάδα, ο Νέστορας διηγείται τους άθλους τους,… … Dictionary of Greek