-
1 μικτος
-
2 μικτός
η, ό[ν]1) смешанный (в разя, знач);μικτά σχολεία — смешанные школы, школы с совместным обучением;
γάμος — смешанный брак;μικτη γλώσσα — смешанный язык (димотика и кафаревуса);
μικτα δικαστήρια — смешанные суды (для разбора дел между иностранцами и коренными жителями в Египте);
μικτό βάρος — вес-брутто;
μικτή ομάδα — спорт, сборная клубов;
2) мат.:μικτ αριθμός — смешанное число
-
3 μικτός
[миктос] επ смешанный, перемешанный. -
4 αμικτος
21) беспримесный, чистый(βίος, ἡδονή Plat.)
ἄ. τινι Plat. — свободный от примеси чего-л.2) неслитный, многоголосый(βοή Aesch.)
3) необщительный, нелюдимый, дикий(θηρῶν στρατός Soph.; ἀνήρ Eur.; θηρίον Dem.; ἥ τῆς πλεονεξίας ὑπόθεσις Plut.; γείτονες Luc.)
4) негостеприимный, неласковый(αἶα Eur.; τόπος Isocr.)
5) несоединимый, несовместимый, непримиримый(τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.)
-
5 δυσμικτος
v. l. δύσμεικτος 2трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый(φύσις Plat.; τινι Plut.)
-
6 επιμικτος
-
7 ξυμμικτος
-
8 παμμικτος
-
9 συμμικτος
-
10 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
11 μεικτός
η, όν см. μικτός
См. также в других словарях:
μικτός — mixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… … Dictionary of Greek
μικτός — ή, ό βλ. μεικτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μεικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτῶν — μικτός mixed fem gen pl μικτός mixed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικτόν — μικτός mixed masc acc sg μικτός mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτοῖς — μικτός mixed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεικτοῦ — μικτός mixed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)