-
1 αμικτος
21) беспримесный, чистый(βίος, ἡδονή Plat.)
ἄ. τινι Plat. — свободный от примеси чего-л.2) неслитный, многоголосый(βοή Aesch.)
3) необщительный, нелюдимый, дикий(θηρῶν στρατός Soph.; ἀνήρ Eur.; θηρίον Dem.; ἥ τῆς πλεονεξίας ὑπόθεσις Plut.; γείτονες Luc.)
4) негостеприимный, неласковый(αἶα Eur.; τόπος Isocr.)
5) несоединимый, несовместимый, непримиримый(τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.)
-
2 ακοινωνητος
дор. ἀκοινώνᾱτος 21) ни с кем не разделяемый(εὐνή Eur.; ἥ τῶν διεπεπραγμένων δόξα Plut.)
2) непричастный, чуждый(τινος Plat. и τινι Arst., Diod.)
3) не находящийся в общем владении(ἄμικτος καὴ ἀ. Plut.)
4) необщительный(ἀλλότριος καὴ ἀ. Plat.)
5) высокомерный Cic. -
3 αμιχθαλοεις
- όεσσα - όεν [ὀμίχλη] окутанный испарениями, туманный, по друг. [ἄμικτος] недоступный, негостеприимный ( эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH. -
4 ασπειστος
-
5 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
6 αμιγής
ης, ες, άμικτος, ος, ον прям., перен. чистый, без примеси;несмешанный, неразбавленный;αμιγείς συνδυασμοί — списки кандидатов одной и той же партии;
§ ουδέν κακόν αμιγές κάλου — посл, нет худа без добра
См. также в других словарях:
ἄμικτος — unmingled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ἀμικτότατον — ἄμικτος unmingled masc acc superl sg ἄμικτος unmingled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίκτως — ἄμικτος unmingled adverbial ἄμικτος unmingled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμικτον — ἄμικτος unmingled masc/fem acc sg ἄμικτος unmingled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμικτοτέρῳ — ἄμικτος unmingled masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμικτότατος — ἄμικτος unmingled masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμικτότεροι — ἄμικτος unmingled masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμικτότερος — ἄμικτος unmingled masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίκτοις — ἄμικτος unmingled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίκτου — ἄμικτος unmingled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)