-
1 πολύ-θυτος
πολύ-θυτος, mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.
-
2 πάν-θυτος
-
3 ταυρό-θυτος
ταυρό-θυτος, worauf od. wobei ein Stier geopfert wird, λοιβαί Orph. Arg. 612.
-
4 φιλό-θυτος
φιλό-θυτος, Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.
-
5 κακό-θυτος
κακό-θυτος, schlecht opfernd, Sp.
-
6 καλλί-θυτος
καλλί-θυτος, glücklich geopfert; βωμός, Altar, auf dem schöne Opfer dargebracht werden.
-
7 εὔ-θυτος
-
8 δυς-έκ-θυτος
δυς-έκ-θυτος, schwer durch Opfer abzuwenden; σημεῖα Plut. Grass. 18.
-
9 νεό-θυτος
νεό-θυτος, neu, eben erst geopfert (?).
-
10 βού-θυτος
-
11 θεό-θυτος
-
12 ἀν-έκ-θυτος
ἀν-έκ-θυτος, durch kein Opfer auszusöhnen, Sp.
-
13 ἄ-θυτος
ἄ-θυτος, nicht geopfert, πέλανα Eur. Hipp. 147; nicht durch Opfer gefeiert, τὰ ἱερὰ ἄϑυτα γίγνεται, Lys. 26, 6. 30, 20; anders Aesch. 3, 131, neben ἀκαλλιέρητος, wofür nachher einfach steht οὐκ ἦν καλὰ τὰ ἱερά, Bei Plat. Legg. VIII, 841 d σπέρματα παλλακῶν καὶ νοϑά, nicht durch Opfer eingeweiht; Xen. Hell. 3, 2, 23, der nicht geopfert hat.
-
14 ἱερό-θυτος
ἱερό-θυτος, Gott geopfert; ἱερ. ϑάνατος Pind. frg. 225 bei Plut. de glor. Ath. 7, Opfertod für's Vaterland; καπνός, Opferdampf, Ar. Av. 1265; τὰ ἱερόϑυτα, Opfer, Ath. XIV, 660 c; vgl. Arist. oec. 2, 20.
-
15 αθυτος
21) не принесенный в виде жертвы(πέλανοι Eur.)
ἱερὰ ἄθυτα Lys. — несовершенные жертвоприношения (ср. 2)2) отвергнутый в качестве жертвы, не принятый богами(ἱερά Aeschin.)
3) неосвященный жертвоприношениями, т.е. незаконный(σπέρματα παλλακῶν Plat.)
4) не совершивший жертвоприношенияἄ. ἀπῆλθεν Xen. — (Агид) вернулся, не совершив жертвоприношения
5) непригодный для жертвоприношения(βοῦς Plut.)
-
16 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
17 ιεροθυτος
-
18 πανθυτος
-
19 πολυθυτος
21) сопровождаемый многочисленными жертвоприношениями(πομπαί Pind.)
σφαγαὴ πολύθυτοι Eur. — заклание многих жертв2) в котором совершаются частые жертвоприношения(ἄλσος Ἀρτέμιδος Eur.)
-
20 φιλοθυτος
См. также в других словарях:
ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… … Dictionary of Greek
θεόθυτος — θεόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς 2. (το ουδ, ως ουσ.) τό θεόθυτον το θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος, πάν θυτος] … Dictionary of Greek
ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… … Dictionary of Greek
κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] … Dictionary of Greek
καλλίθυτος — καλλίθυτος, ον (Α) αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θυτος (< θύω), πρβλ. κακό θυτος, πρωτό θυτος] … Dictionary of Greek
κτηνόθυτος — κτηνόθυτος, ον (Α) (για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + θυτος (< θύω), πρβλ. θεό θυτος, ιερό θυτος] … Dictionary of Greek
πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… … Dictionary of Greek
νεόθυτος — νεόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] … Dictionary of Greek