-
1 ακαλλιέρητος
-
2 ἀκαλλιέρητος
-
3 ακαλλιερητος
-
4 ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλ-ιέρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαλλιέρητος
-
5 ακαλλιέρητον
ἀκαλλιέρητοςnot accepted: masc /fem acc sgἀκαλλιέρητοςnot accepted: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀκαλλιέρητον
ἀκαλλιέρητοςnot accepted: masc /fem acc sgἀκαλλιέρητοςnot accepted: neut nom /voc /acc sg -
7 ἄ-θυτος
ἄ-θυτος, nicht geopfert, πέλανα Eur. Hipp. 147; nicht durch Opfer gefeiert, τὰ ἱερὰ ἄϑυτα γίγνεται, Lys. 26, 6. 30, 20; anders Aesch. 3, 131, neben ἀκαλλιέρητος, wofür nachher einfach steht οὐκ ἦν καλὰ τὰ ἱερά, Bei Plat. Legg. VIII, 841 d σπέρματα παλλακῶν καὶ νοϑά, nicht durch Opfer eingeweiht; Xen. Hell. 3, 2, 23, der nicht geopfert hat.
-
8 ακαλλιερήτους
-
9 ἀκαλλιερήτους
-
10 ακαλλιερήτων
-
11 ἀκαλλιερήτων
-
12 ακαλλιέρητα
-
13 ἀκαλλιέρητα
См. также в других словарях:
ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) … Dictionary of Greek
ἀκαλλιέρητος — not accepted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητον — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc sg ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτους — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτων — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητα — ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)