Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄρκειος

См. также в других словарях:

  • άρκειος — ἄρκειος, ον και ος, α, ον (Α) 1. (ο άνεμος) που πνέει από την άρκτο, ο βόρειος 2. αυτός που ανήκει σε άρκτο, ο αρκουδίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος] …   Dictionary of Greek

  • ἄρκειος — of a bear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκειον — ἄρκειος of a bear masc acc sg ἄρκειος of a bear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκείου — ἄρκειος of a bear masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκείῳ — ἄρκειος of a bear masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκεια — ἄρκειος of a bear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεία — ἀρκείᾱ , ἄρκειος of a bear fem nom/voc/acc dual ἀρκείᾱ , ἄρκειος of a bear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκείας — ἀρκείᾱς , ἄρκειος of a bear fem acc pl ἀρκείᾱς , ἄρκειος of a bear fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»