Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄματος

  • 1 αμαρ

         ἆμαρ
         ἄματος τό дор. = ἦμαρ См. ημαρ

    Древнегреческо-русский словарь > αμαρ

  • 2 ημαρ

         ἦμαρ
        ἤμᾰτος, дор. ἆμαρ, ἆματος τό
        1) день
        

    νύκτας τε καὴ ἦ. Hom. — денно и нощно;

        νύκτες τε καὴ ἤματα Hom. — ночи и дни;
        πᾶν ἦ. Hom. — весь день;
        ἤματα πάντα Hom. — ежедневно, всегда;
        τότ΄ ἦ. ( или κατ΄ ἦ. Soph.) καὴ κατ΄ εὐφρόνην Aesch. — днем и ночью;
        δείελον ἦ. Hom. — вечером;
        μέσον ἦ. Hom. — в полдень;
        ἐπ΄ ἤματι δακρύσαντες Hom. — проплакав (один) день (над умершим);
        τοσσάδε μέρμερα ἐπ΄ ἤματι μητίσασθαι Hom. — столь трудные дела совершить за (один лишь) день;
        τρὴς ἐπ΄ ἤματι Hom. — трижды в день (ежедневно);
        (ἀεὴ) κατ΄ ἦ. Soph. — каждый день, всегда, постоянно;
        κατ΄ ἦ. τοὐμφανὲς τὸ νῦν τόδε Soph. (еще) в этот, ныне сияющий, день, т.е. еще сегодня;
        τὸ κατ΄ ἦ. Soph. — ежедневное пропитание, хлеб насущный;
        παρ΄ ἦ. Soph. — по прошествии дня, когда один день сменится другим или через день;
        ἤματι τῷ, ὅτε ἐπὴ νηυσὴν ἔβαινον Ἀργεῖοι Hom. — в тот день, когда взошли на корабли аргивяне

        2) пора, время
        

    ἤματι ὀπωρινῷ Hom. — в осеннюю пору;

        ἤματι χειμερίῳ Hom.в зимнее время

    Древнегреческо-русский словарь > ημαρ

См. также в других словарях:

  • ἄματος — ἄμπ repose neut gen sg ἄ̱ματος , ἦμαρ day neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • τμάμα — άματος, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. τμήμα …   Dictionary of Greek

  • υποθυμίαμα — άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, ήματος, τὸ, Α [ὑποθυμιῶ] υποκαπνισμός …   Dictionary of Greek

  • φίλαμα — άματος, τὸ, Α ψευδοδωρ. τ. τού φίλημα …   Dictionary of Greek

  • χίραμα — άματος, τὸ, ΜΑ ασθένεια τών ποδιών τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς* + κατάλ. μα (πρβλ. φλέγ μα)] …   Dictionary of Greek

  • ύαμα — άματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βάθος» …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • σπειραματίτιδα — η, Ν ιατρ. βαριά μορφή νεφρίτιδας ταχείας διαδρομής που προσβάλλει κυρίως τα αγγειώδη σπειράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπείραμα, άματος + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. ηπατ ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • συμβαματικός — ή, όν, Α [σύμβαμα, άματος] τυχαίος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»