Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁρμόζων

См. также в других словарях:

  • ἁρμόζων — ἁρμόζω fit together pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάρσιος — ἀνάρσιος, ον (Α) 1. ανάρμοστος, άτοπος 2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος 3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση τού τ ] …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • κωπηλατώ — (AM κωπηλατῶ, έω) [κωπηλάτης] τραβώ κουπί, κινώ το σκάφος με χειρισμό τών κουπιών, λάμνω αρχ. κινώ κάτι προς τα εμπρός και πίσω, όπως λ.χ. όταν ο ξυλουργός στρέφει το τρυπάνι («ναυπηγίαν δ ὡσεί τις ἀρμόζων ἀνὴρ διπλοῑν χαλινοῑν τρύπανον… …   Dictionary of Greek

  • νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… …   Dictionary of Greek

  • περίπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ὁ ἁρμόζων ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῑς ποσὶν ὑποδημάτων ἤ ἀκριβῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πούς «πόδι»] …   Dictionary of Greek

  • πρεπώδης — ῶδες, Α κατάλληλος, αρμόζων. επίρρ... πρεπωδῶς κατά τρόπο πρέποντα, κατάλληλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. ώδης. Εντύπωση προκαλεί η παραγωγή επιθ. σε ώδης από ρήμα] …   Dictionary of Greek

  • αρμόζει — (ως προσ. και απρόσ.) αρμόζουν (ως προσ.) Σημειώσεις: αρμόζει : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα αρμόζων, ουσα, ον ως επίθετο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»