-
1 καταλληλως
друг о друге, взаимноτὰ κ. λεγόμενα Arst. — взаимно определяющиеся высказывания
-
2 καταλλήλως
см. κατάλληλα -
3 καταλλήλως
κατάλληλοςset over against one another: adverbialκατάλληλοςset over against one another: masc /fem acc pl (doric) -
4 κατ-άλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
-
5 должный
должн||ыйприл πρέπων, δέων, ἀρμόζων, ἀναγκαίος, ὁφειλόμενος:\должныйым образом ὀπως πρέπει, καταλλήλως, δεόντως· с \должныйым вниманием μέ τήν δέουσα προσοχή· на \должныйом уровне στό ἐπίπεδο πού πρέπει. -
6 suitably
adverb You're not suitably dressed.) όπως αρμόζει, καταλλήλως
См. также в других словарях:
καταλλήλως — κατάλληλος set over against one another adverbial κατάλληλος set over against one another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλληλος — η, ο (AM κατάλληλος, ον) αυτός που έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες για κάτι, πρόσφορος, χρήσιμος, αρμόδιος («ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση») αρχ. 1. ο αντίστοιχος 2. γραμμ. αυτός που είναι ορθά συγκροτημένος 3. (για το κείμενο τού… … Dictionary of Greek
обоѥ — (343) числ. собир. 1. Средн. ед. То и другое: да ѣдѧть же и рыбы и обоѥ брашьно. сочиво же и велиѥ съ маслъмь. УСт XII/XIII, 211; в роли с.: имѣниѥ и крѣпость възносить ср҃дце. ѡбаче обоѥго страхъ г҃нь. (ἀμφότερα) Изб 1076, 166; ѱеѡдоръ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подобьно — (256) нар. 1.Равным образом, точно так же: мѹжь… послѹшавъ ѹчени˫а Ιѡанова, въ кафаликии цр҃квь пришедъ, приобьщисѧ, подобно же и женѣ приѡбьщитисѧ наказаше. (ὁμοίως) ГА XIV1, 254а; подобно же и слугы мучащихъ ст҃ы˫а. не имуть ѿвѣта рещи предъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καθηκόντως — (Α) επίρρ. αρμοδίως, καταλλήλως, όπως πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καθ ήκων τού ρ. καθ ήκω] … Dictionary of Greek
καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
συνηρμοσμένως — Α επίρρ. προσφυώς, καταλλήλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρμοσμένος τού συναρμόζομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ԶՈՒԳԱԿՑԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0747 Chronological Sequence: 8c, 10c մ. καταλλήλως congrue, cohaerenter Հաւասարապէս. հաւասարակցութեամբ. հանգիտապէս. ... *Միտք՝ որ ʼի զգայական զօրութիւնսն զինքն բաժանէ, եւ ʼի ձեռն իւրաքանչիւր ուրուք զուգակցապէս եւ կշի՛ռ զէիցն գիտութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶՈՒԳԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0748 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c մ. ἑξ ἵσου ex aequo ἵσως aequaliter, aeque, pariter Հաւասարապէս, հանգիտաբար. յար եւ նման. միօրինակ. նոյնգունակ. ... *Զուգապէս եւ հանգիտաբար իրաւացուցեալ (Սառա ընդ Աբրահամու): Զի՞նչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏՇԱՃԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0616 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c մ. προσηκόντως, καταλλήλως convenienter, ut decet. որ եւ ՊԱՏՇԱՃԱՊԷՍ. Ըստ պատշաճի. *Առ ʼի նոցանէ պատշաճաբար՝ միջնորդութեամբ պաշտօնէցին՝ ուսի՛ր: Պատշաճաբար նոցա պատճառքովք, բանալ զնոսա.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)