-
1 τροχάω
τροχάω: only part., ἅμα τροχόωντα, running about after me, Od. 15.451†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τροχάω
-
2 ἁματροχάω
A run together, run along with, only [dialect] Ep. part. ἁματροχόων (al.ἅμα τρ. Od.15.451
:—also[suff] ἁμα-έω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁματροχάω
-
3 ἁματροχάω
ἁμα-τροχάω: see τροχάω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁματροχάω
См. также в других словарях:
αματροχάω — ἁματροχάω (Α) (μόνο στη μετοχή ενεστώτα) ἁματροχόων αυτός που τρέχει μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχάω < τρέχω] … Dictionary of Greek