-
1 αγεννης
21) безродный, низкого происхождения Her., Plat., Plut.2) неблагородный, низкий, низменный Her., Plat., Arst., Plut.3) жалкий, невзрачный, дрянной(κύων Dem.; βλάστημα Plut.)
τὰ πλεῖστα τῆς χώρας ἀγεννῆ (ἦν) Plut. — большая часть страны была бесплодна;ξύλον ἀγεννὲς εἰς μῆκος Plut. — низкорослое дерево -
2 θεογεννης
2рожденный богами, божественного происхождения(ξένα Φρυγία, т.е. Νιόβη Soph.)
См. также в других словарях:
γέννης — γέννα descent fem gen sg (attic epic ionic) γέννα descent fem gen sg (attic epic doric ionic) γέννας mother s brother masc nom sg γεννάω beget pres ind act 2nd sg γεννάω beget imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυγεννής — εὐθυγεννής, ές (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γεννής < γέννα (πρβλ. α γεννής)] … Dictionary of Greek
ευθυγενής — εὐθυγενής, ές (ΑΜ) 1. ο πρωτότοκος 2. ο νεογέννητος 3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γενής < γένος (πρβλ. α γενής, ευ γεννής)] … Dictionary of Greek