Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀστραγάλοις

См. также в других словарях:

  • ἀστραγάλοις — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»