-
1 ἀριστερός
ἀριστερός, ά, όν, links, eigentl. compar. zu ἄριστος, wobei ἄριστος nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also ἀριστερός eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber ἀριστερός nur als euphemistische Bezeichnung der linken Seite, welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich εὐώνυμος. Die Beschränkung des Gebrauchs von ἀριστερός auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem ἀριστερός Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, ἀριστερόφιν Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; ἵππος ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; νηῶν ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ δεξιόφιν στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' ἀριστερόφιν 13, 309; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυϑεν ὄρνις, αἰετὸς ὑψιπέτης, ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείϑεσϑαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ μέρος Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat. Tim. 77 e; φρενόϑεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.
-
2 αριστερός
-
3 ἀριστερός
-
4 ἀριστερός
-
5 αριστερος
31) левый(ὦμος, ἵππος Hom.; τὸ ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
2) роковой, зловещий(ὄρνις Hom.). - см. тж. ἀριστερά I и II
-
6 ἀριστερός
ἀριστερός, ά, όν левый; предвещающий несчастье (ant. δεξιός) (ср. ευώνυμος) -
7 ἀριστερός
A left, on the left, ἐπ' ἀριστερά towards, i.e. on, the left, Il.2.526, al.;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;ἐπ' ἀ. χειρῶν A.R. 2.1266
;ἐξἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1
; ἐν τοῖσι ἀριστεροῖσι ibid.2 ἀριστερά (with or without χείρ), ἡ, left hand, ἐξ ἀριστερῆς χειρός on the left hand, Hdt.2.30; simplyἀριστερῆς χ. Id.4.34
;ἐξ ἀριστερᾶς S.Ph.20
, Pl.Ti. 72c, etc.;οὑξ ἀριστερᾶς.. ναός S.El.7
; ἐς ἀριστερὴν χεῖρα ἤιε, ἐν ἀριστερῇ ἔχειν, Hdt.7.42.3 metaph., boding ill, ominous, because to a Greek, looking northward, unlucky signs came from the left,ἀ. ἤλυθεν ὄρνις Od.20.242
.4 awkward, erring, φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας turnedst to the leftward of thy mind, S.Aj. 182 (lyr.); ἐπ' ἀριστερὰ εἴληφας τὸ πρᾶγμα in a sinister sense, Com.Adesp.22.67 D.; τῷ ἀριστερῷ δέχεσθαι [λόγους] Plu.2.378b. (Prop. 'better', cf. ἄριστος; euphemism (cf. εὐώνυμος) to avoid ill-luck.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστερός
-
8 ἀριστερός
ἀριστερός: left (opp. δεξιός), hence sinister, ill - boding ( ὄρνῖς, Od. 20.242); ἐπ' ἀριστερά, ‘on the left,’ Il. 12.240 ; ἐπ' ἀριστερόφιν, Il. 13.309.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀριστερός
-
9 ἀριστερός
Grammatical information: adj.Meaning: `left' (Il.).Derivatives: a plant ἀριστερεών (Plin.) = περιστερεών (reshaped after this form?); s. Strömberg Pflanzennamen 153.251f.; not related to `left'?Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: With the contrast marking suffix - τερο-. One mostly assumes connection with ἄρισ-τος. - There are different opinions as to the question which side was favorable and which not; cf. Lat. sinister, OHG winister, aw. vairyastāra- `left' (old euphemism?). Chantr. Gedenkschr. Kretschmer 1, 61-9. J. Cuillandre La droite et la gauche dans les poèmes homériques. Paris 1944. - Differently, Georgacas Glotta 36 (1958) 114f.; to Av. vairyastāra-).Page in Frisk: 1,139-140Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀριστερός
-
10 ἀριστερός
ἀριστερός, α, ὁν (Hom.+) left (opp. to right) ὅπλα δεξιὰ καὶ ἀ. weapons used w. the right hand, and those used w. the left= weapons for offense and defense (cp. Scipio cited in Plut, Mor. 201d and Polyaenus 8, 16, 4 ἀριστερά and δεξιά of weapons for defense and offense) 2 Cor 6:7. ἡ ἀριστερὰ (sc. χείρ B-D-F §241, 6; Rob. 652) the left hand Mt 6:3 (cp. Damasc., Vi. Isid. 283 the proverb: give not w. one hand, but w. both). τὰ ἀ. μέρη the left side (on the pl. B-D-F §141, 2) Hv 3, 1, 9; 3, 2, 1; hence ἐξ ἀριστερῶν (sc. μερῶν) on the left (Diogenes the Cynic in Diog. L. 6, 48; UPZ 121, 7 [156 B.C.]; Sb 8952, 21 [76 A.D.]; BGU 86, 27; LXX; TestAbr A 12 p. 91, 2 [Stone p. 30] al.) Mk 10:37; Lk 23:33; Hs 9, 6, 2. περιέβλεπεν τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀ. she looked to the right and the left GJs 11:1 (cp. ParJer 7:11 μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιὰ μήτε εἰς τὰ ἀ.). σύνεσιν γὰρ ἕξετε δεξιὰν καὶ ἀριστεράν you will have right and left understanding=you will be able to distinguish between what is true and what is false (apparently with ref. to true and false prophets) D 12:1 (the text can also be read: γνώσεσθε—σύνεσιν γὰρ ἕξετε—δ. κ. ἀ. you will know— for you will have understanding— (the distinction between) right and left i.e., true/good and false/evil; cp. Jon 4:11).—B. 866. DELG s.v. ἀρείων (comparative of ἀγαθός). M-M. -
11 αριστερός
η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач левый;αριστερός άνθρωπος — а) левши; — б) полит, левый;
αριστερή παράταξη — левое крыло (в парламенте, партии);
§ γάμος εξ αριστεράς χειρός — морганатический брак;
2.:η αριστερά левая рука;η άκρα αριστερά — крайняя левая партия, коммунистическая партия;
η φράξια ( — или η παράταξη) των αριστερων — фракция левых;
η αριστερά а) левые партии; б) левое крыло парламента -
12 ἀριστερός
{прил., 3}Ссылки: Мф. 6:13; Лк. 23:33; 2Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀριστερός
-
13 αριστερός
{прил., 3}Ссылки: Мф. 6:13; Лк. 23:33; 2Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αριστερός
-
14 ἀριστερός
левый; перен. оружие для защиты, носимое в левой руке.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀριστερός
-
15 ἀριστερός
3 левый
- ἐξ ἀριστερῶς -
16 αριστερός
[аристэрос] εκ. левый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αριστερός
-
17 ἀριστερός
-ά,-όν + A 17-27-7-8-6=65 Gn 13,9(bis); 14,15; 24,49; 48,13left, on the left Lv 14,15 εἰς ἀριστερά to the left Gn 13,9; ἐν ἀριστερᾷ (χειρί) τινος on the left (hand), to the north of Gn 14,15→NIDNTT -
18 αριστερός
[аристэрос] επ левый. -
19 αριστερός
левГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αριστερός
-
20 αριστερός
gauche
См. также в других словарях:
αριστερός, -ή — και ά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται στο μισό του ανθρώπινου σώματος όπου υπάρχει η καρδιά: Χτύπησα το αριστερό μου χέρι, πόδι κτλ. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι εκείνου που βλέπει: Καθώς πήγαινα τον είδα να στέκεται στο αριστερό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστερός — left masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
ἀριστερά — ἀριστερός left neut nom/voc/acc pl ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc/acc dual ἀριστερά̱ , ἀριστερός left fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερωτέρων — ἀριστερός left fem gen comp pl ἀριστερός left masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερῶν — ἀριστερός left fem gen pl ἀριστερός left masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστερώτατον — ἀριστερός left masc acc superl sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές … Dictionary of Greek
ἀριστεραῖς — ἀριστερός left fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστεραί — ἀριστερός left fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)