-
1 απεραντος
21) беспредельный, бесконечный, нескончаемый(πεδίον Pind.; πόντου κλῄς Eur.; ἀήρ Arph.; ὁδός, ἀριθμός, χρόνος Plat.)
2) бесчисленный, несметный(πένθη, δεισιδαιμονίαι Plut.)
3) наглухо закрытый, безвыходный, безысходный(Τάρταρος, δίκτυον Aesch.)
ἐπειδέ δὲ ἀπέραντον ἦν Thuc. — так как исхода не было видно4) лог. не приводящий к окончательному заключению, тж. сомнительный(λόγοι Sext.)
-
2 απέραντος
-
3 ἀπέραντος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπέραντος
-
4 απέραντος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απέραντος
-
5 ἀπέραντος
бесконечный, беспредельный, нескончаемый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπέραντος
-
6 απέραντος
[апэрандос] επ бесконечный, беспредельный. -
7 απειραντος
-
8 562
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 562
См. также в других словарях:
ἀπέραντος — boundless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… … Dictionary of Greek
απέραντος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος: Από το χωριό του έβλεπε κάθε μέρα την απέραντη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεράντως — ἀπέραντος boundless adverbial ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέραντον — ἀπέραντος boundless masc/fem acc sg ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντοις — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντου — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντους — ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντων — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen pl ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεράντῳ — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέραντα — ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)