-
1 έπαλτο
-
2 ἔπαλτο
-
3 επάλτο
-
4 ἐπᾶλτο
-
5 ἔπαλτο
ἔπαλτο v. πάλλω, [ἐφάλλομαι.] -
6 ἐπᾶλτο
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπᾶλτο
-
7 πάλλω
a shake χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (sc. Ἀχιλλεύς) N. 3.45b med. & pass., leap, swoop (cf. O. 13.72; Leumann, Hom. Wörter, 60f.)καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
met., καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν: ἔπαλτο e Σ ἐπάλθη Schneidewin: ἐπᾶλτο ab ἐφάλλομαι ductum codd.) N. 6.50c in tmesis. ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (v. ἀναπάλλω) O. 13.72 -
8 ἐφάλλομαι
A : [dialect] Ep. [tense] aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος, ἐπιάλμενος (v. infr.): regul. [tense] aor. 2 inf. - αλέσθαι IG4.951.27 (Epid., iv B. C.):— spring upon, so as to attack, c. dat.,Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο Il. 21.140
, cf. 13.643;Τρώεσσιν ἐπάλμενος 11.489
, etc.; ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί ib. 421, cf. Od.14.220: without hostile sense, c. gen., ἵππων ἐπιάλμενος having leaped upon the chariot, Il.7.15;κύσσε.. μιν.. ἐπιάλμενος Od.24.320
; of fame,ἐς Αἰθίοπας ἐπᾶλτο Pi.N.6.50
: rare in Prose, ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐ. (a Homeric reminiscence) Pl. Ion 535b; ἐπὶ τὰν χῆρα IG l.c.;ἐπί τινας Act.Ap.19.16
;ἵπποις Plu.2.139b
;θαλάττης Alciphr.1.10
; ζῴῳ, in hostile sense, Philum. Ven.33.3; εἰς τοὐπίσω ἐ., of an exercise, Gal.6.145: metaph., of the spirit of prophecy, LXX l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφάλλομαι
-
9 ἐφάλλομαι
1ἀνὰ δ' ἔπαλτ O. 13.72
) N. 6.50 v. πάλλω.] -
10 παλλω
παλλω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to sway, to rock, to shake lots, to draw lots', midd. `to swing oneself', also `to jump, to hop'.Other forms: Aor. πῆλαι (Il.), midd. πήλασθαι (Call.), πάλτο ( ἀν-, κατ-έπαλτο s. bel.), redupl. ἀμ-πεπαλών (Hom.; also πεπάλ-εσθε, - έσθαι for - ασθε, - άσθαι resp. - αχθε, - άχθαι? s.bel.), aor. pass. ἀνα-παλείς (Str.), perf. midd. πέπαλμαι (A.).Compounds: Also w. prefix, late ἀνα- ( ἀμ-). -- As 2. member in ἐγχέσ-, σακέσ-παλος `swaying the spear, shield' (ep. Il.; Trümpy Fachausdrücke 28).Derivatives: 1. πάλος m. `(shaken) lot' (Sapph., Hdt., trag.), ἄμπαλ-ος m. `fresh casting' (of the lot, Pi.); ἀναπάλ-η f. name of a dance (Ath.); 2. παλτόν n. `javelin' (A., X.) with ἐπάλταξα παλτῳ̃ ἔβαλον H., - ός adj. (S.); 3. παλμός m. `vibration, pulsation' (Hp., Arist., Epicur.) with - ώδης `full of vibrations' (Hp.); παλματίας σεισμός `heavy earthquake' (Arist.; cf. βρασματίας s. βράσσω); 4. πάλσις ( ἀνά-, ἀπό- παλλω) f. `pulsation etc.' (Arist., Epicur.). -- Intensive παι-πάλλειν σείειν H. On a velar enlargement seem to go back *παλ-άσσομαι, πεπάλ-αχθε, - άχθαι (H 171, ι 331); for these difficult perfects perh. redupl. aor. - εσθε, - έσθαι must be posited (Chantraine Gramm. hom. 1, 396 with Döderlein; diff. Bechtel Lex. 266).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As common basis of all forms served παλ- (*πάλ-ι̯ω, *πάλ-σαι); through false analysis of the compounds κατ-επ-αλτο, ἀν-επ-αλτο (to ἅλλομαι `jump, hop') in κατ-, ἀν-έπαλτο one had an apparently augmented ἔ-παλτο, from where πάλτο and backformed πάλλομαι = ἅλλομαι arose (Geiss Münch. Stud. 11, 62ff. with Leumann Hom. Wörter 60 ff., with lit. a. further details). -- No cognates outside Greek. The connection with Lat. pellō, pe-pul-ī `set in movement with a push' (Curtius 268 with Fick, Ernout-Meillet) seems possible in spite of Solmsen Wortforsch. 18 f., Bq and WP. 2, 57; cf. παλμός = pulsus; further s. πελάζω (not ἀπελλαι)}. Here also Slav., e.g. Russ. polóch `revolt, commotion, confusion' (Solmsen PBBeitr. 27, 364, WP. 2, 52; further lit. in Vasmer s.v.)? Not with Fraenkel Mél. Bq 1, 358 and Pok. 801 to pel- `flow, swim' (cf. πολύς, πλέω, πίμπλημι); diff., also to be rejected, Palmer Glotta 27, 134ff., Richardson Trans. Phil. Soc. 1936, 101 ff. -- Hardly here πελεμίζω, πόλεμος, s. vv. - The analysis given is of course quite uncertain.Page in Frisk: 2,469Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παλλω
-
11 Αἰθίοψ
Αἰθῐοψ (Αἰθίοπα; -όπων, -όπεσσι, -οπας.)1 Ethiopian Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα (i. e. Memnon.) O. 2.83 m. pl as subs.,ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα P. 6.31
ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας (sc. Αχιλλεύς) N. 3.62 καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν I. 5.40
test., v. fr. 282. -
12 ἀναπάλλω
ἀναπάλλω med.,1 leap up ἀνὰ δἔπαλτ' ὀρθῷ ποδί (ex ἐφάλλομαι ductum ἐπᾶλτο alii explicc., cf. N. 6.50) O. 13.72 -
13 ἀπονοστέω
1 return καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (Ahrens: ἀπονοστάσαντος codd.) N. 6.50 -
14 ἐς
ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, P. 4.44, P. 6.4, P. 9.55, I. 7.41 fr. 162, ?fr. 333a. 8.)1a to, towards, into.I generally, lit. & met.ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.10
ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαντε Σίπυλον O. 1.38
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) O. 1.48ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν O. 1.78
ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον O. 2.49
ἐς γαῖαν πορεύειν O. 3.25
ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται O. 3.34
ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος O. 6.44
δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν O. 6.63
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν O. 7.33
ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
[ βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. πρός) O. 9.34]εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92
ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.35
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.34
ἤλυθεν ἐς λέχος P. 3.99
“ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼν” P. 4.44ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα P. 4.188
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
“ ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” P. 9.55ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) P. 11.4θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε,Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
—3.καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him N. 10.14εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22
τὸν (= Τελαμῶνα)χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν I. 6.27
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) I. 7.11ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν I. 7.45
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν I. 8.21
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41ἐς Τροία[ν Pae. 6.75
μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15
]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to,φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ ( εἰς coni. Er. Schmid) N. 5.11 ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into,βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.37
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle)τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον I. 2.2
II of journeying, uponἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἐς πλόον ἀρχομένοις (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
III sc. δόμους, to the home ofεἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b towards, in the direction ofδᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις P. 3.35
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα... εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.c with a view to, with the object of, for “ φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον I. 6.36
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.d with regard to, in reference toἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
( αἶνον)ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.e of time, for, during.ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63
ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.f dub. & frag. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” ( πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.2 ἐν, a Doric form of ἐς.a to, towardsΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.b intoξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.c dub., upon πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (codd.: δοκέοντι Fennel, Lobel: cf. ἐν 8.) N. 7.31d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) N. 4.68ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2. -
15 Μέμνων
Μέμνων son of Tithonos and Eos, king of the Ethiopians, killed by Achilles at Troy. ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (sc. Ἀντίλοχος, killed by Memnon while defending his father) P. 6.32 ἐν φρασὶ πάξαιθ (sc. Ἀχιλλεὺς) ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων μόλοι since Tithonos and Priam were brothers N. 3.63 καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' Αἰακιδᾶν) N. 6.50 τίνες Ἕκτορα πέφνον, καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν; I. 5.411Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορὶ Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
-
16 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.). -
17 ἀναπάλλω
A swing to and fro,ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος Il.3.355
, etc.; ἀμπάλλειν κῶλα, i. e. dance, Ar.Ra. 1358; ἀνέπηλεν ἐπὶ θήρᾳ.. μαινάδας urged them on, E.Ba. 1190;κλήρους εἰς ἄγγος ἐμβαλοῦσαι ἀνέπηλαν Ant.Lib.10.3
:—[voice] Med., αἳ.. αἰθέρα ἀμπάλλεσθε agitate it as you fly, E. Or. 322:—[voice] Pass., dart, spring or bound up,ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ φρικὸς.. ἀναπάλλεται ἰχθύς.. ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο Il.23.692
, cf. Eun.Hist.p.239D., Agath.3.16, 4.18:—Il. l. c. proves that the sync. [tense] aor. ἀνέπαλτο (also found in Il.8.85, 20.424, cf.ἀνὰ δ' ἔπαλτ' ὀρθῷ ποδί Pi.O.13.72
, and metaph.,νεῖκος ἀνέπαλτο B.10.65
) must be referred to this Verb (cf. ἔκπαλτο, ἐνέπαλτο, κατέπαλτο); but part. ἀνεπάλμενος is formed from ἀνεφάλλομαι in A.R.2.825; those who, like Heyne, refer it to ἀνεφάλλομαι, write it ἀνεπᾶλτο (cf. ἐπᾶλτο): —[tense] aor. [voice] Med.ἀνεπήλατο Mosch.2.109
: [tense] aor. part. [voice] Pass.ἀναπαλείς Str.8.6.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπάλλω
-
18 ἐφάλλομαι
ἐφ - άλλομαι, aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος and ἐπιάλμενος: leap or spring upon or at; ἵππων, Il. 7.15; and freq. in hostile sense, τινί, Il. 13.643; in friendly sense, abs., Od. 24.320.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐφάλλομαι
См. также в других словарях:
ἐπᾶλτο — ἐφάλλομαι spring upon aor ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαλτο — ἔπᾱλτο , ἐφάλλομαι spring upon aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… … Dictionary of Greek