-
1 ανταναπιμπλημι
См. также в других словарях:
ανταναπίμπλημι — ἀνταναπίμπλημι (Α) γεμίζω κάτι και εγώ παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
1 ανταναπιμπλημι
ανταναπίμπλημι — ἀνταναπίμπλημι (Α) γεμίζω κάτι και εγώ παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek