-
1 ἀνταναπίμπλημι
A fill in return, v.l. in X.HG2.4.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταναπίμπλημι
См. также в других словарях:
ανταναπίμπλημι — ἀνταναπίμπλημι (Α) γεμίζω κάτι και εγώ παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek