Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀνθρακών

См. также в других словарях:

  • ανθρακών — ἀνθρακών ( ῶνος), ο (Α) αποθήκη για κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρακών — coal store masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακῶν — ἀνθρακόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀνθρακόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνθρακόω pres part act masc nom sg ἀνθρακόω pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθράκων — ἄνθρα masc gen pl ἄνθραξ charcoal masc gen pl ἀ̱νθράκων , ἀνθρακόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νθράκων , ἀνθρακόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνθρακόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνθρακόω imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • ANTHRAX — Graece Α῎νθραξ, nomen ardentium gemmarum quarum principatum obtinet, qui Anthrax proprie dictus est. Strabo l. 15. de India, Φέρει δὲ καὶ λιθίαν ἡ χῶρα πολυτελῆ κρυςτάλλων, καὶ ἀνθράκων παντοίων, ἔτι δὲ καὶ μαργαριτῶν: ubi nomine κρυςτάλλων,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποχρωματισμός — Επεξεργασία των υγρών προϊόντων με στερεές ουσίες, κατάλληλες να τους προσδώσουν τις ιδιότητες που απαιτεί το εμπόριο. Ο α. είναι μία από τις διάφορες μορφές προσρόφησης και σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί τις ανεπιθύμητες ουσίες που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»