-
1 αναπτυσσω
1) разворачивать, раскрывать(βιβλίον Her.; χιτῶνος πτέρυγας Plut.)
2) открывать, растворять(πύλας Eur.; ὄμμα ἀνεπτυγμένον Arst.)
ἀναπτύξας χέρας Eur. — протягивая руки3) раскрывать, обнаруживать(φρένα πρός τινα Eur.)
πᾶν ἀναπτύξαι πρὸς φῶς Soph. — высказать все4) воен. свертывать, загибать назад(τέν φάλαγγα Xen.)
5) воен. развертывать(τὸ κέρας Xen.; τὸ δεξιόν Plut.)
См. также в других словарях:
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek