-
1 αναπτυσσω
1) разворачивать, раскрывать(βιβλίον Her.; χιτῶνος πτέρυγας Plut.)
2) открывать, растворять(πύλας Eur.; ὄμμα ἀνεπτυγμένον Arst.)
ἀναπτύξας χέρας Eur. — протягивая руки3) раскрывать, обнаруживать(φρένα πρός τινα Eur.)
πᾶν ἀναπτύξαι πρὸς φῶς Soph. — высказать все4) воен. свертывать, загибать назад(τέν φάλαγγα Xen.)
5) воен. развертывать(τὸ κέρας Xen.; τὸ δεξιόν Plut.)
-
2 αναπτύσσω
(αόρ. ανέπτυξα) μετ.1) развёртывать; 2) перен. развивать; наращивать;αναπτύσσω τίς ικανότητες — развивать способности;
αναπτύσσω ταχύτητα — набирать, развивать скорость, разгонять (машину и т. п.);
αναπτύσσ μεγάλη δραστηριότητα — развивать широкую деятельность;
αναπτύσσω θέμα — развивать тему;
3) излагать, высказывать; развивать (мысль и т. п.);ανέπτυξε λεπτομερώς την άποψη του он подробно изложил свою позицию; 4) воен, развёртывать;αναπτύσσω γέφυρα — наводить мост;
1) — развёртываться;αναπτύσσομαι
2) развиваться, расти;3) воен, развёртываться -
3 ἀναπτύσσω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναπτύσσω
-
4 αναπτύσσω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναπτύσσω
-
5 ἀναπτύσσω
разворачивать, раскрывать (свиток).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναπτύσσω
-
6 αναπτύσσω
[анаптиссо] ρ развивать. -
7 προσαναπτυσσω
-
8 θεωρία
η1) теория;η θεωρία των πιθανοτήτων — теория вероятности;
η θεωρία της σχετικότητας — теория относительности;
καταχτώ τη θεωρία — овладевать теорией;
αναπτύσσω θεωρίες — рассуждать отвлечённо, теоретизировать;
2) представительность, внушительность;3) вид, внешность;δεν έχει θεωρία — не иметь вида;
4) умозрение;5) воен, обучение -
9 προπαγάνδα
η1) пропаганда;εχθρική προπαγάνδα — вражеская пропаганда;
κάνω ( — или αναπτύσσω, ενεργώ) προπαγάνδα — пропагандировать (что-л.), заниматься пропагандой (чего-л.);
2) реклама, рекламирование;3) орган пропаганды -
10 380
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 380
См. также в других словарях:
ἀναπτύσσω — unfold pres subj act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres ind act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 1st sg ἀναπτύσσω unfold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπτύσσω — αναπτύσσω, ανέπτυξα και ανάπτυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — ανάπτυξα, αναπτύχθηκα, αναπτυγμένος. 1. ξεδιπλώνω, απλώνω: Το κτίσμα πρέπει να αναπτυχθεί σ όλες τις πλευρές. 2. μεγαλώνω, επεκτείνω: Ανάπτυξε αρκετά την επιχείρηση του πατέρα του. 3. μορφώνω, προάγω πνευματικά: Η πόλη αναπτύχθηκε όχι μόνο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπτύξουσι — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 3rd pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ναπτύξουσι , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act masc/neut dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξουσιν — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 3rd pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱ναπτύξουσιν , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act masc/neut dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτυγέντα — ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναπτύσσω unfold aor part pass masc acc sg ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναπτύσσω unfold aor part pass masc acc sg ἀναπτύσσω unfold aor part pass neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύσσῃ — ἀναπτύσσω unfold pres subj mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres ind mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 3rd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres ind mp 2nd sg ἀναπτύσσω unfold pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτυξόμεθα — ἀναπτύσσω unfold aor subj mid 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind mid 1st pl ἀ̱ναπτυξόμεθα , ἀναπτύσσω unfold futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor subj mid 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξατε — ἀναπτύσσω unfold aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναπτύξατε , ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor imperat act 2nd pl ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (homeric ionic) ἀναπτύσσω unfold aor ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπτύξομεν — ἀναπτύσσω unfold aor subj act 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 1st pl ἀ̱ναπτύξομεν , ἀναπτύσσω unfold futperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀναπτύσσω unfold aor subj act 1st pl (epic) ἀναπτύσσω unfold fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)