Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλωάς

См. также в других словарях:

  • Αλωάς — Ἁλωὰς ( άδος) και Ἁλωὶς ( ίδος), η (Α) [ἅλως] (ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που προστατεύει τα αλώνια στη γεωργία (βλ. και αλωαίος) …   Dictionary of Greek

  • Ἁλωάς — harvest home fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωάς — ἀλωά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳάς — ἀλῳά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωάς — ἀλωά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλωάδας — Ἁλωάς harvest home fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλωίδος — Ἁλωάς harvest home fem gen sg Ἁλωίς harvest home fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλωίς — Ἁλωάς harvest home fem nom sg Ἁλωίς harvest home fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alóas — ALÓAS, ădis, Gr. Ἀλωὰς, άδος, ein Beynamen der Ceres, von ἀλωὰ, eine Tenne, weil auch diese ihr, als der Göttinn des Getraides, geheiliget war. Ihr zu Ehren wurden insonderheit auch die Dreschfeste Ἀλῶα oder Ἀλῶα, im December von den Ackerleuten… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

  • σηκάζω — Α [σηκός] (επικ. τ.) 1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.) 2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ ἀλωάς», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»