-
1 λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων
λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο- δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ- αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο- λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebzigsilbige griechische Wort, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandteile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Überbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – FlügelWörterbuch altgriechisch-deutsch > λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων
-
2 ἀλεκτρυονοτρόφος
A cock-feeder, Aeschin.Socr. 14:—also [suff] ἀλεκτρυ-οτρόφος (sic), ὁ, IG5(1).771 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονοτρόφος
-
3 ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυ-όνειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυόνειος
-
4 ἀλεκτρυόνιλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυόνιλον
-
5 ἀλεκτρυονίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονίς
-
6 ἀλεκτρυονοπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονοπώλης
-
7 ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυ-ονώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυονώδης
-
8 ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυ-οπώλιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυοπώλιον
-
9 ἀλεκτρυών
2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυών
-
10 λεπαδο-τεμαχο
λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο-δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ-αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο-λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebenzigsylbige griechische Wort, von Ar. Eccl. 1169 ff. gebildet, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandtheile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Ueberbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – Flügel.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий