-
1 νομαδικος
-
2 Νομαδικος
-
3 νομαδικός
-
4 νομαδικός
νομαδικόςof: masc nom sg -
5 νομαδικός,
-
6 νομαδικός
η, ό[ν] кочевой, бродячий;διάγω νομαδικό βίο ( — или νομαδική ζωή) — вести бродячую жизнь, кочевать
-
7 νομαδικός
[номадикос] εκ. кочевой, бродячий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νομαδικός
-
8 νομαδικός
[номадикос] επ кочевой, бродячий. -
9 νομαδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαδικός
-
10 νομαδικά
νομαδικόςof: neut nom /voc /acc plνομαδικά̱, νομαδικόςof: fem nom /voc /acc dualνομαδικά̱, νομαδικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 νομαδικώτερον
νομαδικόςof: adverbial compνομαδικόςof: masc acc comp sgνομαδικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
12 νομαδικόν
νομαδικόςof: masc acc sgνομαδικόςof: neut nom /voc /acc sg -
13 νομαδικοί
νομαδικόςof: masc nom /voc pl -
14 νομαδικούς
νομαδικόςof: masc acc pl -
15 νομαδική
νομαδικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 νομαδικήν
νομαδικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 νομαδίτης
-
18 νομαδικών
-
19 νομαδικῶν
-
20 племенной
επ.1. νομαδικός•-ая собственность νομαδική ιδιοκτησία•
племенной быт νομαδικός τρόπος ζωής.
2. καθαρόαιμος (για αναπαραγωγή), από καλή ράτσα.
См. также в других словарях:
νομαδικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδικός — ή, ό (ΑΜ νομαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῡτοι σχεδὸν εἰσὶν...νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για έντομα ή … Dictionary of Greek
νομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νομάδες. 2. αυτός που ζει όπως οι νομάδες: Νομαδική ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομαδικά — νομαδικός of neut nom/voc/acc pl νομαδικά̱ , νομαδικός of fem nom/voc/acc dual νομαδικά̱ , νομαδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδικώτερον — νομαδικός of adverbial comp νομαδικός of masc acc comp sg νομαδικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδικῶν — νομαδικός of fem gen pl νομαδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδικόν — νομαδικός of masc acc sg νομαδικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
Τουαρέγκ — Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί… … Dictionary of Greek
Γιουρούκοι — Νομαδικός λαός της Μικράς Ασίας στον οποίο ανήκουν οι Κιζιλμπάσηδες, οι Ταχτατζήδες, οι Τεκελήδες, οι Τσομακλήδες κ.ά. Ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι Γ. ανήκουν –όπως και οι προαναφερόμενοι– σε φυλές κοινής τουρκικής καταγωγής … Dictionary of Greek
Υξώς ή Υκσώς — Νομαδικός λαός που κατά τα τέλη του 18ου αι. π.Χ., προερχόμενος πιθανώς από την Ασία, εισέβαλε στην Αίγυπτο περνώντας τον ισθμό του Σουέζ και κυριάρχησε στην κοιλάδα του Νείλου περίπου ένα αιώνα, μεταξύ 15ης και 17ης δυναστείας. Καμιά άμεση… … Dictionary of Greek