-
61 ἀει-ναῦται
ἀει-ναῦται, οἱ, bei den Milesiern eine Behörde, die zu Schiffe ihre Sitzungen hielt, Plut. Qu. Gr. 32.
-
62 ἀει-θερής
ἀει-θερής, ές, stets erwärmend, Sp.
-
63 ἀει-λιβής
-
64 ἀει-λαμπής
ἀει-λαμπής, ές, stets leuchtend, Stob. ecl. 1, p. 494.
-
65 ἀει-θανές
-
66 ἀει-θαλέω
-
67 ἀει-λογέω
ἀει-λογέω, stets reden, VLL.
-
68 ἀεί-παις
-
69 ἀεί-ρυτος
-
70 ἀεί-σκωπες
ἀεί-σκωπες, eine Art von σκῶπες, Ael. H. A. 15, 28; Athen. 9, 45; bei Arist. H. A. 9, 28 ἀεισκῶπες geschrieben; strix passerina, Linné.
-
71 ἀεί-σῑτος
-
72 ἀεί-υπνος
ἀεί-υπνος, immer schlafend, Scho I. Soph. O. C. 1578.
-
73 ἀεί-φρουρος
-
74 ἀεί-φυλλος
ἀεί-φυλλος, stets Blätter habend, Theophr.; Plut. Symp. 8, 4.
-
75 ἀεί-φατος
ἀεί-φατος, stets gepriesen, Orac. Sib.
-
76 ἀεί-χλωρος
ἀεί-χλωρος, immer grün, Euphor. frg. 64.
-
77 ἀεί-νως
-
78 ἀεί-ζωστος
ἀεί-ζωστος, = - ζωτος, immer gegürtet, E. M.
-
79 ἀεί-ζων
-
80 ἀεί-κωμοι
См. также в других словарях:
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)