-
21 ἀει-φυγία
ἀει-φυγία, ἡ (VLL. ἡ ἐς ἀεὶ φυγή), stete, d. i. lebenslängliche Verbannung, ἀειφυγίαν oder ἐν ἀειφυγίᾳ φεύγειν Plat. Legg. IX, 871 d 877 e u. öfter; ϑανάτῳ καὶ ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζη-μιοῦν Dem. 21, 43; φεὐγειν ἐπ' ἀειφυγίᾳ Plut. Sol. 24.
-
22 ἀει-θεήρ
ἀει-θεήρ, zur etymol. Erkl. von αἰϑήρ von Plat. Crat. 410 b gemacht, ὅτι ἀεὶ ϑεῖ περὶ ἀέρα ῥέων.
-
23 ἀει-θαλής
ἀει-θαλής, immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀει-ϑάλλουσα, was getrennt zu schreiben.
-
24 ἀει-λογία
ἀει-λογία, ἡ ( Harpocr. τὸ ἀεὶ λόγον ὑπέχειν), das stets Rechenschaft abgeben wollen, προτείνεσϑαι Dem. 19, 2, παρέχειν 57, 27.
-
25 ἀεί-κλονος
ἀεί-κλονος stand sonst Ep. ad. 434, wo (IX, 32) ἀεὶ κλόνος restituirt ist.
-
26 ἀεί-μνηστος
ἀεί-μνηστος ( ἀει-μνήστη Ep. ad. 721 ( App. 197), stets erwähnt, stets gepriesen, τάφος Soph. Ai. 1145; Ἀϑῆναι Lys. 6, 25; ἔργα 2, 19; ewig, μαρτύριον Thuc. 1, 33; κλέος Xen. Cyn. 1, 6; δόξαι Isocr. 10, 17; ὀργὴν ἔχειν 4, 157, u. öfter bei den Rednern. – Cempar., Lys. 26, 4. – Adv., Aesch. 2, 180.
-
27 άει-φεγγής
άει-φεγγής, ές, stets leuchtend, Sp.
-
28 ἀει-παθής
-
29 ἀει-παλής
ἀει-παλής, ές, stets schlagend, Herz (?).
-
30 ἀει-πλανής
ἀει-πλανής, = -πλανος, stets irrend (?).
-
31 ἀει-ρείτη
-
32 ἀει-στένακτος
ἀει-στένακτος, immer seufzend, Nicet.
-
33 ἀει-σόος
-
34 ἀει-σθενής
ἀει-σθενής, immer stark (?).
-
35 ἀει-σέβαστος
ἀει-σέβαστος, semper augustus, Herod. epim.
-
36 ἀει-φρούρητος
ἀει-φρούρητος, stets bewacht, Paul. Sil.
-
37 ἀει-φυλλία
ἀει-φυλλία, ἡ, das stets Blätterhaben, Theophr.
-
38 ἀει-φόρος
ἀει-φόρος, stets Früchte tragend, Soph. frg. 509.
-
39 ἀει-φανής
ἀει-φανής, ές, stets leuchtend, von Sternen, Arr. Ind. 24, 6; der Polarkreis, Plut. plac. phil. 2, 12; vgl. D. Pers. 583.
-
40 ἀει-φλεγής
ἀει-φλεγής, ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
См. также в других словарях:
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)