-
1 ἀγύρτης
ἀγύρτης, ὁ (E. G. οἱ τὰ χρήματα ἀγείροντες έαυτοῖς ὀνόματι δαίμονος, οἷον Ῥέας, nach diesem u. Schol. Il. 5, 158 ἀγυρτής zu accentuiren), der herumzieht und Geld einsammelt, Priester der Cybele; μητρὸς ἀγ. Alc. Mess. 8 (VI, 216); vgl. μητραγύρτης; Bettler, Eur. Rhes. 503. 715; dann Gaukler, Betrüger, Soph. O. R. 388; Plat. Rep. II, 364 b verb. ἀγ. καὶ μάντεις, wie Plut. Mar. 42, und beschreibt ihr Treiben. Bei Luc. Dial. D. 13, 1 neben ῥιζοτόμος, ein Marktschreier.
-
2 αγύρτης
-
3 ἀγύρτης
-
4 αγυρτης
-
5 ἀγύρτης
-
6 αγύρτης
ο1) жулик, мошенник; шарлатан; 2) обманщик -
7 αγύρτης
[агиртис] ουσ α шарлатан, авантюрист. -
8 ἀγύρτης
2 vagabond, E.Rh. 503, 715, cf. Lysipp.6, Clearch.5; δόλιος ἀ., of Tiresias, S.OT 388;ἀ. καὶ μάντεις Pl.R. 364b
.II a throw of the dice, Eub.57.5. (On the accent cf. Hdn.Gr.1.77.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγύρτης
-
9 αγύρτης
şarlatan, hileci, hilekar -
10 αγύρτης
charlatan -
11 αγύρτης
szarlatan (m) rzecz. -
12 αγύρτης
šarlatán -
13 αγύρτης
1) charlatan2) mountebank3) trampΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγύρτης
-
14 μητρ-αγύρτης
μητρ-αγύρτης, ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.
-
15 μην-αγύρτης
μην-αγύρτης, ὁ, ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst μητραγύρτης, vgl. Mein. Men. p. 111.
-
16 αγύρτα
ἀγύρτᾱ, ἀγύρτηςcollector: masc nom /voc /acc dualἀγύρτηςcollector: masc voc sgἀγύρτᾱ, ἀγύρτηςcollector: masc gen sg (doric aeolic)ἀγύρτηςcollector: masc nom sg (epic) -
17 ἀγύρτα
ἀγύρτᾱ, ἀγύρτηςcollector: masc nom /voc /acc dualἀγύρτηςcollector: masc voc sgἀγύρτᾱ, ἀγύρτηςcollector: masc gen sg (doric aeolic)ἀγύρτηςcollector: masc nom sg (epic) -
18 αγυρτρίας
ἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτηςcollector: fem acc plἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτηςcollector: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτριαfem acc plἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτριαfem gen sg (attic doric aeolic) -
19 ἀγυρτρίας
ἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτηςcollector: fem acc plἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτηςcollector: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτριαfem acc plἀγυρτρίᾱς, ἀγύρτριαfem gen sg (attic doric aeolic) -
20 αγύρται
См. также в других словарях:
ἀγύρτης — collector masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
αγύρτης — ο θηλ. αγύρτισσα απατεώνας, κατεργάρης, θαυματοποιός: Οι αγύρτες μόνο τους αφελείς και τους απαίδευτους μπορούν να εξαπατήσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγύρται — ἀγύρτης collector masc nom/voc pl ἀγύρτᾱͅ , ἀγύρτης collector masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГИРТ — • Αγύρτης, человек, собирающий подаяние (от αγείρειν), нищий. Особенно так назывались те нищие, которые получали подаяние за то, что предсказывали всякому желающему будущее, продавали листки с предсказаниями и т. п.; поэтому А.… … Реальный словарь классических древностей
ἀγυρτῶν — ἀγύρτης collector masc gen pl ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc voc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act neut nom/voc/acc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγυρτός got by begging fem gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύρταις — ἀγύρτης collector masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύρτην — ἀγύρτης collector masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύρτου — ἀγύρτης collector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύρτρια — ἀγύρτης collector fem nom/voc sg ἀγύρτρια fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύρτῃ — ἀγύρτης collector masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)