Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀές

См. также в других словарях:

  • αές — ἀὲς (Α) δωρικός τύπος τού επιρρήματος ἀεί* …   Dictionary of Greek

  • QUADRAGESIMA — Graecis Τεσσαρακοςτὴ, vectigalis species fuit, apud Romanos quod non de rebus venalibus, sed litibus, summisque controversis, pendi solebat, apud Sueton. in Calig. c. 40. Item telonii nomen seu portorii Publicanis pendi soliti, quod cum aliis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»