Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

яблоки

  • 1 зрелый

    зрел||ый
    прил прям., перен ὠριμος, γινομένος, μεστωμένος:
    \зрелыйые яблоки ὠριμα μήλα· \зрелыйый возраст ἡ ὠριμη ἡλικία· он уже \зрелыйый юноша αὐτός εἶναι πλέον ἀνδρας· \зрелыйый ум τό ὠριμο μυαλό, ὁ ὠριμος νοῦς· по \зрелыйом размышлении μετά ἀπό ὠριμη σκέψη.

    Русско-новогреческий словарь > зрелый

  • 2 моченый

    мочен||ый
    прил μουσκεμμένος:
    \моченыйые яблоки τά μήλα τουρσί.

    Русско-новогреческий словарь > моченый

  • 3 мочить

    мочить
    несов
    1. βρέχω, διαβρέχω:
    \мочить волосы βρέχω τά μαλλιά·
    2. (вымачивать) μουσκεύω:
    \мочить лен μουσκεύω τό λινάρι· \мочить» яблоки μουσκεύω τά μήλα \мочиться (испускать мочу) οὐρω, κατουρώ.

    Русско-новогреческий словарь > мочить

  • 4 антоновский

    επ.
    στην έκφραση: -ие яблоки
    βλ. антоновка.

    Большой русско-греческий словарь > антоновский

  • 5 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 6 гнилой

    επ., βρ: гнил, -а, -о.
    1. σάπιος, σαπισμένος•

    очень гнилой σαπρός•

    -ые яблоки σάπια μήλα.

    || (για νερό) βρώμικος, δυσώδης•

    -ая болотная вода βρώμικο βαλτόνερο.

    2. (για καιρό, κλίμα) υγρός• βροχερός•

    -ая погода υγρός καιρός•

    -ая осень βροχερό φθινόπωρο.

    3. μτφ. διεφθαρμένος, χαλασμένος•

    душа у него -ая είναι ρυπαρός την ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > гнилой

  • 7 допрыгнуть

    ρ.σ. παλ. αναπηδώ, φτάνω με το πήδημα•

    яблоки висят высоко, не -ешь τα μήλα κρέμονται ψηλά, όσο κι αν πηδήσεις δεν θα τα φτάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > допрыгнуть

  • 8 дубовый

    επ.
    1. δρύινος, βαλανιδένιος, δέντρινος•

    дубовый лист δρύϊνο. φύλλο•

    -ые двери δέντρινες πόρτες•

    -ая роща μικρός δρυμώνας.

    2. μτφ. άγαρπος, χοντροειδής, βαρύς, άχαρος, άξεστος, απολίτιστος. || κουτός, μωρός.
    3. μτφ. σκληρός, που δεν τρώγεται•

    -ые яблоки σκληρά μήλα.

    Большой русско-греческий словарь > дубовый

  • 9 кислый

    επ.
    1. ξινός•

    -ые яблоки ξινά μήλα•

    -ое вино ξινό κρασί•

    -ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•

    -ая капуста λάχανο τουρσί•

    -ое молоко το γιαούρτι.

    2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•

    -ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.

    εκφρ.
    -ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•
    - ая соль – αλάτι ξινό•
    - ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό.

    Большой русско-греческий словарь > кислый

  • 10 ломить

    ломлю, ломишь ρ.δ.
    1. μ. βλ. ломать (1 σημ.).
    2. σπάζω ορμώντας.
    3. αμ. πονώ, σφάζω•

    -ит кости πονούν τα κόκκαλα•

    -ит в пояснице με σφάζει η μέση.

    4. μ. (απλ.) ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή.
    εκφρ.
    ломить шапку перед кем – υποκλίνομαι ταπεινά.
    1. βλ. ломаться (1 σημ.).
    2. είμαι γεμάτος, κατάμεστος•

    театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο από το κοινό.

    3. λυγίζω, κάμπτομαι•

    такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλαδιά.

    4. προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά χυμώ να περάσω.

    Большой русско-греческий словарь > ломить

  • 11 обить

    обобью, обобьшь, προστκ. обей
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обить снег τινάζω το χιόνι•

    обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•

    обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.

    || βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•

    не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.

    3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.
    εκφρ.
    обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.
    (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•

    рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.

    || πέφτω, τρίβομαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > обить

  • 12 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 13 отлежать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлжанный, βρ: -жан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. μουδιάζω (από το ξάπλωμα ή την πίεση)•

    отлежать себе руку μουδιάζω το χέρι μου•

    отлежать бока μουδιάζω το πλευρό.

    2. (για άρρωστο) κάθομαι ξαπλωμένος.
    1. γερεύω, αναρρώνω.
    2. ωριμάζω διατηρούμενος•

    яблоки -лись τα μήλα ωρίμασαν διατηρούμενα.

    Большой русско-греческий словарь > отлежать

  • 14 первинка

    θ. (απλ.) το πρωτόβγαλτο, το νέο, το καινούριο, το πρώτο•

    яблоки—и τα πρώτα (ώριμα) μήλα.

    Большой русско-греческий словарь > первинка

  • 15 перемокнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. перемок, -ла, -ло.
    1. καταμουσκεύω,
    2. παραμουσκεύω• χαλνώ, βλάπτομαι από το πολύ μούσκεμα•

    яблоки -кли τα μήλα παραμούσκεψαν.

    Большой русско-греческий словарь > перемокнуть

  • 16 перепробовать

    -буго, -буешь
    ρ.σ.μ. δοκιμάζω• γεύομαι•

    перепробовать все яблоки δοκιμάζω όλα τα μήλα.

    Большой русско-греческий словарь > перепробовать

  • 17 побить

    -бью, -бьшь, προστκ. побей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ, δέρνω.
    2. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    побить врага χτυπώ τον εχθρό.

    || νικώ στο αγώνισμα, στο παιγνίδι.
    3. θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. || καταστρέφω (για θεομην ίες, παγωνιές, πλημμύρες κ.τ.τ.).
    4. σπάζω, θραύω.
    5. χαλνώ, βλάπτω χτυπώντας.
    εκφρ.
    побей (меня) Бог – (απλ.) να με τιμωρήσει ο Θεός (ως όρκος).
    1. χτυπιέμαι•

    яблоки -лись τα μήλα χτυπήθηκαν.

    2. θραύομαι, σπάζω•

    посуда -лэсь τα αγγεία έσπασαν.

    3. μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να κατορθώσω κάτι.
    εκφρ.
    побить об закладπαλ. βάζω στοίχημα.

    Большой русско-греческий словарь > побить

  • 18 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 19 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 20 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

См. также в других словарях:

  • ЯБЛОКИ — плоды многолетних древесных растений яблонь, произрастающих в СССР почти повсеместно (от субтропиков до суровых районов Севера, Сибири и Дальнего Востока). Такое широкое распространение яблони, занимающей около 3/4 всех плодовых насаждений,… …   Краткая энциклопедия домашнего хозяйства

  • яблоки —      В кулинарном отношении чрезвычайно гибкий, универсальный пищевой продукт, способный сочетаться практически со всеми видами блюд и употребляться во всех видах подач от закусок до десертов и вин. Яблоки могут быть использованы в вареном,… …   Кулинарный словарь

  • яблоки — сущ., кол во синонимов: 1 • яблоко (29) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • ЯБЛОКИ — (проф.), пятна более светлого, чем окружающий фон, цвета на теле л. Проявляются гл. обр. при хорошем кормлении и содержании у л. разных мастей, но чаще у серых. Рисунок Я. соответствует сети кожных кровеносных сосудов. обесцвечивание в наибольшей …   Справочник по коневодству

  • ЯБЛОКИ —         В кулинарном отношении чрезвычайно гибкий, универсальный пищевой продукт, способный сочетаться практически со всеми видами блюд и употребляться во всех видах подач от закусок до десертов и вин. Яблоки могут быть использованы в вареном,… …   Большая энциклопедия кулинарного искусства

  • Яблоки — ? Яблоня домашняя Malus domestica. Ботаническая иллюстрация из книги О. В. Томе Flora von Deutschland, Österreich und der Schweiz, Гера, 1885 Научная классифи …   Википедия

  • Яблоки —     Это очень хороший сон для большинства людей. –Видеть красные яблоки на деревьях в зеленой листве – исключительно благоприятно для того, кто видит этот сон.     Если Вам снится, что Вы едите порченные яблоки – этот сон не сулит добра.    … …   Сонник Миллера

  • ЯБЛОКИ —     Сон, где вы собираете яблоки с дерева, предвещает разочарование, которое постигнет вас по достижении желанной цели. Усыпанная плодами земля вокруг яблони говорит об изменениях к лучшему в вашей судьбе.     Крупные красные яблоки – знак… …   Сонник Мельникова

  • Яблоки —     ♥ ♠ Вы собираете или едите спелые яблоки без червоточины крепкое здоровье вам и вашим детям. Если же яблоки червивые, это означает болезнь ваших детей.     ↑ Представьте себе целую корзину сочных, спелых, красивых яблок. Вы угощаете ими всех… …   Большой семейный сонник

  • ЯБЛОКИ —     ♥ ♠ Сон в целом благоприятный, но нужно смотреть на состояние яблок. Зеленые (незрелые) говорят о том, что вы рано радуетесь: вам еще предстоит потрудиться. Гнилые поберегите здоровье. Спелые, сочные яблоки означают здоровье и благосостояние… …   Большой семейный сонник

  • Яблоки, фаршированные рисом и орехами — Яблоки промыть в холодной воде, вынуть из них сердцевину и часть мякоти (не прорезая яблока насквозь). Миндаль или орехи очистить от кожуры и мелко нарезать. Изюм перебрать и промыть. Рис перебрать, хорошо промыть и сварить на молоке с сахаром. В …   Книга о вкусной и здоровой пище

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»