-
1 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
2 ход
ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση* * *м1) η πορεία; η κίνηση ( движение)2) η εξέλιξη ( развитие)ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων
в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
3) ( вход) η είσοδοςход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή
4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση••пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
-
3 ход
-а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•ход вперд κίνηση προς τα μπρος•
ход поезда η κίνηση του τρένου•
тихий ход σιγανή κίνηση•
полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•
средний ход μέση ταχύτητα•
два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•
дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•
пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•
работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•
всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•
на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•
по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.
|| η ταχύτητα•замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.
|| παλ. • εκκλσ. πομπή• λιτανεία•крестный ход η περιφορά του σταυρού.
2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•
ход сражения η εξέλιξη της μάχης•
постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•
ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.
3. λειτουργία•плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•
4. κίνηση με, δια•колсный ход η κίνηση με τροχούς•
гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•
коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.
5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•
ход тузом το παίξιμο με τον άσο.
|| η σειρά έναρξης•твой ход η σειρά σου (να παίξεις).
6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.8. είσοδος•ход парадный η κύρια είσοδος•
чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•
ход со двора είσοδος από την αυλή•
потайной ход κρυφή είσοδος•
комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.
|| δίοδος, πέρασμα, διάβαση•подземный ход υπόγεια βιάβαση.
|| μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.εκφρ.на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•-ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•своим -ом – με το δικό μου τρόπο•дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•- у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε. -
4 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
5 ход
[χότ] ουσ. α κίνηση, βάδισμα, λειτουργία, ταχύτητα -
6 ход
[χότ] ουσ α κίνηση, βάδισμα, λειτουργία, ταχύτητα -
7 движение
движение с 1) η κίνηση 2) (общественное ) το κίνημα всемирное \движение сторонников мира το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης \движение за мир το κίνημα για την ειρήνη 3) (транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση одностороннее \движение ο μονόδρομος железнодорожное \движение η κυκλοφορία τρένων 4) (ход ) η πορεία* * *с1) η κίνηση2) ( общественное) το κίνημαвсеми́рное движе́ние сторо́нников ми́ра — το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης
движе́ние за мир — το κίνημα για την ειρήνη
3) ( транспорта) η κυκλοφορία, η κίνησηодносторо́ннее движе́ние — ο μονόδρομος
железнодоро́жное движе́ние — η κυκλοφορία τρένων
4) ( ход) η πορεία -
8 завести
завести 1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ 2) (пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπρος; \завести мотор βάζω μπρος το μοτέρ; \завести часы κουρντίζω το ρολόι ◇ \завести знакомство πιάνω γνωριμία \завести разговор αρχίζω κουβέντα* * *1) (куда-л.) φέρνω, οδηγώ2) ( пустить в ход) ξεκινώ, βάζω μπροςзавести́ мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ
завести́ часы́ — κουρντίζω το ρολόι
••завести́ знако́мство — πιάνω γνωριμία
завести́ разгово́р — αρχίζω κουβέντα
-
9 идти
идти 1) πηγαίνω \идти пеш ком πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια" идите сюда ελάτε εδώ вы идёте? θα πάτε; идёмте! πάμε! 2) (отправляться) ξεκινώ, φεύγω 3) περνώ (о дороге, тж. о времени) путь идёт через.., о δρόμος περνάει από... 4) (делать ход ) παίζω 5) театр., кино παίζομαι сегодня вечером в театре идёт... απόψε στο θέατρο παίζεται.. 6) (об осадках): идёт дождь βρέχει идёт снег χιονίζει ◇ речь идёт о... πρόκειται για...* * *1) πηγαίνωидти́ пешко́м — πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια
иди́те сюда́ — ελάτε εδώ
2) ( отправляться) ξεκινώ, φεύγω3) περνώ (о дороге, тж. о времени)путь идёт че́рез... — ο δρόμος περνάει από…
4) ( делать ход) παίζω5) театр., кино παίζομαιсего́дня ве́чером в теа́тре идёт… — απόψε στο θέατρο παίζεται…
6) ( об осадках)••речь идёт о… — πρόκειται για…
-
10 тихий
-
11 чёрный
чёрный μαύρος; \чёрныйая краска η μαύρη μπογιά; \чёрныйая икра το μαύρο χαβιάρι; \чёрный ход η πίσω πόρτα του σπιτιού; \чёрныйая металлургия η σιδηρομεταλλουργία* * *чёрная кра́ска — η μαύρη μπογιά
чёрная икра́ — το μαύρο χαβιάρι
чёрный ход — η πίσω πόρτα του σπιτιού
чёрная металлу́рги́я — η σιδηρομεταλλουργία
-
12 проделать
ρ.σ.μ.1. (δι)ανοίγω, φτιάχνω•проделать дверь в.стене φτιάχνω πόρτα στον τοίχο•
ход в заборе ανοίγω δίοδο (πέρασμα) στον περίβολο•
проделать подземный ход ανοίγω υπόγεια δίοδο (λαγούμι).
2. εκτελώ, εκπληρώ, κάνω, διεξάγω•он -ал огромную работу αυτός έκαμε τεράστια δουλειά.
3. κάνω, φτιάχνω (για ένα χρον. διάστημα)•целый час -ал упражнения ολόκληρη ώρα έκανα ασκήσεις.
-
13 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα. -
14 выполнение
1. (завершение) η εκτέλεση, η εκπλήρωση- обязательств - των υποχρεώσεων ^.(осуществление операции плана действий) η εκτέλεσ/η, η πραγματοποίησηнастаивать на - и условий επιμένω/απαιτώ στην - των όρωνпорядок - я διαδικασία/τρόπος/σειρά της - ηςсрок - я προθεσμία/διορία της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнение
-
15 игра
1. (свободный ход детали) η ελευθερία κίνησης (του στοιχείου)το παίξιμο, разг. τα μπόσικα2. мат. το παιχνίδιτο παίγνιο, статистическая - στατιστικό -3. (деятельность) το παιχνίδι- слов (лингв) το λογοπαίγνιο 4 (исполнение) (муз.театр) η εκτέλεση, το παίξιμο5. -Ы мн. (спортивные) οι αγώνεςОлимпийские - Ολυμπιακοί -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > игра
-
16 консервировать
1. (превращать в консервы) κονσερβοποιώ (ξεν.) 2. (предохранять от порчи специальной обработкой, условиями) διατηρώ, συντηρώ, διαφυλάσσω 3. (временно приостанавливать ход, развитие чего-л.) σταματώ, διακόπτω (προσωρινά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консервировать
-
17 мысль
1. (мыслительный процесс) η σκέψη, ο στοχασμός 2. (продукт мышления) η σκέψη, η ιδέα, (убеждение, взгляд) η άποψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мысль
-
18 перемещение
1. мех. η μετατόπιση 2. (перенос, передвижение) η μετακίνηση, η μεταφορά 3. (ход элемента, частицы и т.п.) η διαδρομή 4. (по службе) η μετάθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перемещение
-
19 подкоп
1. (действие) η υποσκαφή 2. (под-земный ход) η σήραγγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкоп
-
20 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
См. также в других словарях:
ход — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? хода и ходу, чему? ходу, (вижу) что? ход, чем? ходом, о чём? о ходе и в ходу; мн. что? ходы, (нет) чего? ходов, чему? ходам, (вижу) что? ходы, чем? ходами, о чём? о ходах 1. Ходом называется… … Толковый словарь Дмитриева
ХОД — ХОД, хода, о ходе, в (на) ходе и ходу, мн. ходы и (прост.) хода, ходов, муж. 1. (в ходе, на ходу) только ед. Движение, перемещение в каком нибудь направлении. Ход поезда. Во время хода поезда. Тихий ход. Пароход дал задний ход (см. задний). Ход… … Толковый словарь Ушакова
Ход — движение, перемещение. Ход осуществление игроком действия, предусмотренного правилами игры. Ход сфира Ход, каббалистический термин. См. также Асинхронный ход генератора Гусеничный ход Крестный ход Масляные ходы Ход уровня моря Ход часов Чёрный… … Википедия
ход — Хождение, шествие, движение, передвижение, течение, процессия, ходьба. Течение дел, мыслей, небесных светил. Шествие царя. Похоронная процессия.. Ср. . См. аллюр, путь, шаг быть в ходу, в ходу, не давать ходу, подземный ход, пускать в ход,… … Словарь синонимов
ХОД — ХОД, а ( у), о ходе, в (на) ходе и ходу, мн. ходы, ов, ходы, ов и хода, ов, муж. 1. см. ходить. 2. (в ходе, на ходу). Движение в каком н. направлении. Два часа ходу (т. е. ходьба займёт два часа). На всём ходу (также перен.: в самый разгар каких… … Толковый словарь Ожегова
Ход — доменной печи [run(ning), operation] характеристика опускания шихтовых материалов и движущихся газов в доменной печи; Смотри также: центральный ход ровный ход канальный ход периферийный ход … Энциклопедический словарь по металлургии
ход — ХОД, а, м. 1. Покупаемость, «ходкость» какой л. вещи, товара. Вещь с ходом. У детективов сейчас самый ход. 2. Чей л. поступок. Развелся? Дельный ход. Ход конем по голове важный, решающий поступок. из песни В. Высоцкого … Словарь русского арго
ход — ход/, мн. ход/ы и ход/ы, ход/а … Морфемно-орфографический словарь
ход — 1, а и у, предл. п. в (на) х оде и в (на) ход у, мн. ч. ы, ов и ы, ов (действие; место, через которое ходят) … Русский орфографический словарь
ход — ХОД, протекание, процесс, развитие, течение … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
ход — — [Я.Н.Лугинский, М.С.Фези Жилинская, Ю.С.Кабиров. Англо русский словарь по электротехнике и электроэнергетике, Москва, 1999 г.] ход В теории игр, выбор игроком одного из действий, предусмотренных правилами игры, и его осуществление.… … Справочник технического переводчика