-
1 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
2 спокойный
επ. βρ: -коен, -койна, -койно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•-ое море γαληνεμένη θάλασσα•
-ые движения ήρεμες κινήσεις•
спокойный тон ήρεμος τόνος•
-ая жизнь ήσυχη ζωή•
спокойный сон ήσυχος ύπνος•
-ая старость ήσυχα γηρατιά•
спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.
2. φρόνιμος•спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.
|| ήμερος, πράος•-ая лошадь ήμερο άλογο.
3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•-ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•
-ое кресло άνετη πολυθρόνα.
εκφρ.- ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση. -
3 мирный
мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος* * *1) в разн. знач. ειρηνικόςми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός
ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης
ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη
реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών
2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος -
4 спокойный
-
5 тихий
-
6 мирный
ми́рн||ыйприл1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:\мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα. -
7 спокойный
спокойн||ыйприл ήσυχος, ήρεμος'/ γαλήνιος, ἀτάραχος (безмятежный):\спокойный||ый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· \спокойныйый человек ήσυχος ἄνθρωπος· со \спокойныйой совестью μέ ήσυχη συνείδηση. -
8 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
9 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
10 ровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ίσος, ομαλός, ισόπεδος•-ое место ίσο μέρος.
2. ευθύς, ευθύγραμμος•-ая линия ευθεία γραμμή.
|| ακύμαντος, χωρίς διακυμάνσεις ή σκαμπανεβάσματα• κανονικός.3. μτφ. ήρεμος ήσυχος•-ая жизнь ήρεμη ζωή•
ровный характер ήσυχος χαρακτήρας.
εκφρ.ровный вес – ζύγισμα ακριβείας•ровный счёт – ακριβής λογαριασμός•- ым счтом ничего – απολύτως τίποτε•не ровен (не ровн) час – (απλ.)• έξαφνα, ξαφνικά, ανεπάντεχα. -
11 тихий
επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.1. σιγανός, -λός, σιγηλός•-ая песня σιγανό τραγούδι•
тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•
тихий стук σιγανό χτύπημα•
тихий голос σιγανή φωνή.
2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•-ая ночь ήσυχη νύχτα•
-ая река ήσυχο ποτάμι.
3. μτφ. φρόνιμος•тихий человек ήσυχος άνθρωπος.
4. σιωπηρός, αμίλητος.5. γαλήνιος, -μένος•море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.
6. αργός, βραδύς•тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.
εκφρ.- ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση. -
12 безмятежный
-
13 безветренный
безветр||енныйприл ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος. -
14 безмятежный
безмятежныйприл ήσυχος, ἀτάραχος, ήρεμος. -
15 покойный
поко́йн||ый Iприл1. (тихий, спокойный) ήσυχος, ἀτάραχος, ἀθόρυβος, γαλήνιος·2. (удобный) ἀνετος, ἀναπαυτικός, βολικός:\покойныйое кресло ἡ ἀναπαυτική πολυθρόνα· ◊ \покойныйой ночи! καλή νύκτα!покойный II1. прил (умерший) μακαρίτης:мой \покойный дед ὁ μακαρίτης ὁ πάππους μου·2. м ὁ μακαρίτης. -
16 ровный
ровн||ыйприл1. (гладкий) ὁμαλός, ίσιος, ἐπίπεδος, λείος:\ровныйая поверхность ἡ ὁμαλή ἐπιφάνειά \ровныйая пряжа τό λεῖον νήμα, ἡ λεία κλωστή·2. (прямой \ровный о линии и т. ἡ.) ἰσιος, εὐθύς·3. (одинаковый, равный) разг ὅμοιος·4. (равномерный, плавный) κανονικός:\ровныйый пульс ὁ κανονικός σφυγμός· \ровныйый шаг τό κανονικό βήμα·5. (спокойный) ήρεμος, ὁμαλός, ήσυχος:\ровныйый характер ὁ ήρεμος χαρακτήρας· ◊ для \ровныйого счета γιά νά γίνει στρογγυλός ὁ λογαριασμός· \ровныйым счетом ничего́ разг ἀπολύτως τίποτε. -
17 сидеться
сидеть||сябезл:ему́ (им и т. д.) не сидится до́ма δέν μπορεί (δέν μποροῦν κ.τ.λ.) νά κάτσει στιγμή στό σπίτι· ему́ (нм и т. д.) не сидится на месте δέν κάθεται (δέν κάθονται κ.τ.λ.) στιγμή ήσυχος. -
18 тихо
тихо1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:\тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·2. нареч (спокойно) ήσυχα:\тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη. -
19 тише
тише1. сравнит, ст. от тихо, тихий· 2.:\тише! а) ήσυχία!, б) σιγώτερα!, σιωπή! (молчать/)· \тише, да́йте послушать σιωπή, ν' ἀκούσουμε· ◊ быть \тише воды́, ни́же травы́ погов. ήσυχος σάν ἀρνάκι. -
20 хладнокровный
хладнокров||ныйприл ψύχραιμος, ἀτάραχος/ ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος (спокойный).
См. также в других словарях:
ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)