Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

соусом

  • 1 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 2 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»