Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

жизнь

  • 81 воскресить

    -решу, -ресишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -решённый, βρ: -шён, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. ανασταίνω, επαναφέρω στη ζωή.
    2. μτφ. αναπαρασταίνω•

    памятики -ли перед зрителями, жизнь прошлого τα μνημεία αναπαράστησαν στους θεατές τη ζωή του παρελθόντος.

    Большой русско-греческий словарь > воскресить

  • 82 впереди

    επίρ.
    1. μπροστά, έμπροσθεν•

    впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.

    2. στο μέλλον•

    у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.

    3. επικεφαλής•

    он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).

    εκφρ.
    быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > впереди

  • 83 горький

    επ., βρ: -рек, -рька, -рько; горче, к. παλ. горше, горший; горчайший.
    1. πικρός•

    -ое лекарство πικρό φάρμακο.

    2. μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες• κακός•

    -ая жизнь κακή ζωή•

    -ая доля κακή τύχη.

    || λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. || μτφ. αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός, φαρμακερός•

    горький смех πικρό γέλιο.

    3. δυστυχής, -ισμένος, δύσμοιρος, δύστηνος•

    -ая сирота πεντάρφανος.

    4. ουσ. θ. -ая η βότκα.
    εκφρ.
    - ая истина – πικρή αλήθεια•
    горький опыт – πικρή πείρα•
    - ие воды – πικρές υδάτινες πηγές• горький ή -ая пьяница αλκοολικός•
    - ая соль – είδος καθαρτικού (θειϊκό μαγγάνιο)•
    горе -ое – μεγάλο φαρμάκι (δυστυχία, κακό)•
    -им опытом прийти ή узнатьκ.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκιμάζω στην καμπούρα μου•
    пить -ую – πίνω, μεθοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > горький

  • 84 греховный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    αμαρτωλός•

    -ая жизнь αμαρτωλή ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > греховный

  • 85 даже

    (μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•

    он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•

    он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.

    Большой русско-греческий словарь > даже

  • 86 даровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дарованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.μ. παλ. χαρίζω, δωρίζω, προσφέρω.
    εκφρ.
    жизнь – χαρίζω τη ζωή (σε μελλοθάνατο)•
    даровать свободу – χαρίζω τη λευτεριά.

    Большой русско-греческий словарь > даровать

  • 87 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 88 деревенский

    επ.
    χωριάτικος, αγροτικός•

    -ая жизнь χωριάτικη ζωή•

    деревенский житель χωρικός, χωριάτης.

    Большой русско-греческий словарь > деревенский

  • 89 дикарский

    επ.
    άγριος•

    -ая жизнь ζωή αγρίου, αγριανθρώπου•

    дикарский вид μορφή αγριάνθρωπου.

    Большой русско-греческий словарь > дикарский

  • 90 добрачный

    επ.
    άγαμος, ανύπαντρος, εργένικος, μπεκιάρικος•

    -ая жизнь εργένικη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > добрачный

  • 91 добродетельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но; ενάρετος, χρηστοήθης, αγνός αγαθοεργός•

    -ая жизнь ενάρετη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > добродетельный

  • 92 домашний

    -яя, -ее, επ.
    1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•

    домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•

    домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•

    -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•

    -яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•

    -ие туфли παντόφλες•

    домашний обед σπιτίσιο φαγητό•

    -ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•

    домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•

    домашний врач οικογενειακός γιατρός•

    -яя жизнь οικιακή ζωή•

    по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•

    домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•

    -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.

    2. κατοικίδιος, ήμερος•

    -ие животные κατοικίδια ζώα•

    -яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•

    -ие голубы τα ήμερα περιστέρια.

    3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•

    домашний че-ловк δικός άνθρωπος.

    4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > домашний

  • 93 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

  • 94 женатый

    επ., βρ: -нат
    παντρεμένος, έγγαμος, συζευγμένος.
    εκφρ.
    -ая жизнь; -ое положение – η παντρεμένη ζωή, η ζωή των παντρεμένων.

    Большой русско-греческий словарь > женатый

  • 95 журнал

    α.
    1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•

    направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.

    2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•

    школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•

    судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•

    - заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•

    журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•

    занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.

    Большой русско-греческий словарь > журнал

  • 96 загробный

    επ.
    μεταθανάτιος•

    загробный мир ο άλλος κόσμος•

    -ая жизнь μεταθανάτια ζωή•

    загробный суд μεταθανάτια κρίση, θεία δίκη.

    Большой русско-греческий словарь > загробный

  • 97 загубить

    -гублю, -губишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ•

    -жизнь καταστρέφω τη ζωή•

    зря человека -ли άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο•

    он -ил свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του.

    2. (απλ.) σπαταλώ.

    Большой русско-греческий словарь > загубить

  • 98 закулисный

    επ.
    1. παρασκηνιακός.
    2. μυστικός, κρυφός•

    -ые переговоры παρασκηνιακές συνομιλίες•

    -ая жизнь ζωή σκότους (άνομη).

    Большой русско-греческий словарь > закулисный

  • 99 замкнутый

    επ., βρ: -нут, -а, -о.
    1. κλει-οτός, περιορισμένος, απομονωμένος•

    -ая жизнь απομονωμένη ζωή•

    замкнутый характер κλειστός χαρακτήρας.

    || απρόσιτος για άλλους•

    -ая среда νλειστό περιβάλλον.

    2. (ηλεκτρ.) -ая| цепь κλειστό κύκλωμα. || αδιέξοδος.

    Большой русско-греческий словарь > замкнутый

  • 100 замогильный

    επ.
    1. παλ. • μεταθανάτιος, μετακόσμιος•

    -ая жизнь μεταθανάτια ζωή.

    2. (για φωνή) υπόκωφος, σπηλαιώδης.

    Большой русско-греческий словарь > замогильный

См. также в других словарях:

  • жизнь — жизнь, и …   Русский орфографический словарь

  • ЖИЗНЬ —         понятие многозначное, меняет свое содержание в зависимости от области применения. В биол. науках понимается как одна из форм существования материи, осуществляющая обмен веществ, регуляцию своего состава и функций, обладающая способностью… …   Энциклопедия культурологии

  • ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ, жизни, жен. 1. только ед. Существование вообще, бытие в движении и развитии. Жизнь мира. Законы жизни. 2. только ед. Состояние организма в стадии роста, развития и разрушения. Жизнь человека. Жизнь растений. || Физиологическое… …   Толковый словарь Ушакова

  • ЖИЗНЬ — как чужой язык: все говорят с акцентом. Кристофер Морли Жизнь есть сон, снящийся Богу. Хорхе Луис Борхес Жизнь это эпидемическая болезнь, передающаяся половым путем. Жизнь что трамвай с вагоновожатым не поразговариваешь. Янина Ипохорская Жизнь… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • жизнь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? жизни, чему? жизни, (вижу) что? жизнь, чем? жизнью, о чём? о жизни; мн. что? жизни, (нет) чего? жизней, чему? жизням, (вижу) что? жизни, чем? жизнями, о чём? о жизнях 1. Жизнь это особая форма… …   Толковый словарь Дмитриева

  • жизнь — (2) 1. Достояние, достаток; совокупность жизненных благ: Тогда при Олзѣ Гориславличи сѣяшется и растяшеть усобицами; погыбашеть жизнь Даждь Божа внука; въ княжихъ крамолахъ вѣци человѣкомь скратишась. 16 17. Ярославе и вси внуце Всеславли! уже… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ. Содержание: Определение понятия «жизнь» ........292 Проблема возникновения жизни на земле . . 296 Жизнь с точки зрения диалектического материализма....................299 Жизнь, основное понятие, выработанное первобытным… …   Большая медицинская энциклопедия

  • ЖИЗНЬ — особое качественное состояние мира, возможно, необходимая ступень в развитии Вселенной. Естественно научный подход к сущности Ж. сосредоточен на проблеме ее происхождения, ее материальных носителей, на отличии живого от неживого, на эволюции… …   Философская энциклопедия

  • жизнь — и; ж. 1. Особая форма существования материи, возникающая на определённом этапе её развития, основным отличием которой от неживой природы является обмен веществ. Возникновение жизни на земле. Ж. растительного мира. Законы жизни. // Совокупность… …   Энциклопедический словарь

  • ЖИЗНЬ — жен. жись, жизть, простонародное живот; житие, бытие; состояние особи, существование отдельной личности. В обширном. смысле жизнь обусловлена только питанием и усвоением пищи, и в этом ·знач. она дана двум царствам природы: животному и… …   Толковый словарь Даля

  • жизнь — Существование, житье, житье бытье, проживание, общежитие; век, дни; живот; долгая жизнь, долгоденствие, долголетие, многолетие. Славное житье; не житье, а масленица. Бренное существование. Она весь век свой трудилась. Он провел дни свои… …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»