-
81 воскресить
-решу, -ресишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -решённый, βρ: -шён, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. ανασταίνω, επαναφέρω στη ζωή.2. μτφ. αναπαρασταίνω•памятики -ли перед зрителями, жизнь прошлого τα μνημεία αναπαράστησαν στους θεατές τη ζωή του παρελθόντος.
-
82 впереди
επίρ.1. μπροστά, έμπροσθεν•впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.
2. στο μέλλον•у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.
3. επικεφαλής•он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).
εκφρ.быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι. -
83 горький
επ., βρ: -рек, -рька, -рько; горче, к. παλ. горше, горший; горчайший.1. πικρός•-ое лекарство πικρό φάρμακο.
2. μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες• κακός•-ая жизнь κακή ζωή•
-ая доля κακή τύχη.
|| λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. || μτφ. αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός, φαρμακερός•горький смех πικρό γέλιο.
3. δυστυχής, -ισμένος, δύσμοιρος, δύστηνος•-ая сирота πεντάρφανος.
4. ουσ. θ. -ая η βότκα.εκφρ.- ая истина – πικρή αλήθεια•горький опыт – πικρή πείρα•- ие воды – πικρές υδάτινες πηγές• горький ή -ая пьяница αλκοολικός•- ая соль – είδος καθαρτικού (θειϊκό μαγγάνιο)•горе -ое – μεγάλο φαρμάκι (δυστυχία, κακό)•-им опытом прийти ή узнать – κ.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκιμάζω στην καμπούρα μου•пить -ую – πίνω, μεθοκοπώ. -
84 греховный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноαμαρτωλός•-ая жизнь αμαρτωλή ζωή.
-
85 даже
(μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•
он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.
-
86 даровать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дарованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.μ. παλ. χαρίζω, δωρίζω, προσφέρω.εκφρ.жизнь – χαρίζω τη ζωή (σε μελλοθάνατο)•даровать свободу – χαρίζω τη λευτεριά. -
87 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
88 деревенский
επ.χωριάτικος, αγροτικός•-ая жизнь χωριάτικη ζωή•
деревенский житель χωρικός, χωριάτης.
-
89 дикарский
επ.άγριος•-ая жизнь ζωή αγρίου, αγριανθρώπου•
дикарский вид μορφή αγριάνθρωπου.
-
90 добрачный
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
-
91 добродетельный
επ., βρ: -лен, -льна, -но; ενάρετος, χρηστοήθης, αγνός αγαθοεργός•-ая жизнь ενάρετη ζωή.
-
92 домашний
-яя, -ее, επ.1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•
домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•
-ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•
-яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•
-ие туфли παντόφλες•
домашний обед σπιτίσιο φαγητό•
-ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•
домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•
домашний врач οικογενειακός γιατρός•
-яя жизнь οικιακή ζωή•
по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•
домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•
-ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.
2. κατοικίδιος, ήμερος•-ие животные κατοικίδια ζώα•
-яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•
-ие голубы τα ήμερα περιστέρια.
3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•домашний че-ловк δικός άνθρωπος.
4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ. -
93 дрожать
-жу, -жишь, ρ.δ.1. τρέμω, ριγώ•-всем телом τρέμω σύγκορμος•
дрожать от холода τρέμω από το κρύο.
|| τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.
|| (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•
он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).
|| προφυλάγω πολύ•дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.
|| τσιγγουνεύομαι πολύ•дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.
-
94 женатый
επ., βρ: -натπαντρεμένος, έγγαμος, συζευγμένος.εκφρ.-ая жизнь; -ое положение – η παντρεμένη ζωή, η ζωή των παντρεμένων. -
95 журнал
-а α.1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.
2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•
судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•
- заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•
занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.
-
96 загробный
επ.μεταθανάτιος•загробный мир ο άλλος κόσμος•
-ая жизнь μεταθανάτια ζωή•
загробный суд μεταθανάτια κρίση, θεία δίκη.
-
97 загубить
-гублю, -губишь, παθ. μτχ. ιταρλθ. χρ. загубленный, -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. θανατώνω, καταστρέφω, οδηγώ στο χαμό, χαλώ•-жизнь καταστρέφω τη ζωή•
зря человека -ли άδικα χάλασαν (θανάτωσαν) τον άνθρωπο•
он -ил свой талант κατέστρεψε το ταλέντο του.
2. (απλ.) σπαταλώ. -
98 закулисный
επ.1. παρασκηνιακός.2. μυστικός, κρυφός•-ые переговоры παρασκηνιακές συνομιλίες•
-ая жизнь ζωή σκότους (άνομη).
-
99 замкнутый
επ., βρ: -нут, -а, -о.1. κλει-οτός, περιορισμένος, απομονωμένος•-ая жизнь απομονωμένη ζωή•
замкнутый характер κλειστός χαρακτήρας.
|| απρόσιτος για άλλους•-ая среда νλειστό περιβάλλον.
2. (ηλεκτρ.) -ая| цепь κλειστό κύκλωμα. || αδιέξοδος. -
100 замогильный
επ.1. παλ. • μεταθανάτιος, μετακόσμιος•-ая жизнь μεταθανάτια ζωή.
2. (για φωνή) υπόκωφος, σπηλαιώδης.
См. также в других словарях:
жизнь — жизнь, и … Русский орфографический словарь
ЖИЗНЬ — понятие многозначное, меняет свое содержание в зависимости от области применения. В биол. науках понимается как одна из форм существования материи, осуществляющая обмен веществ, регуляцию своего состава и функций, обладающая способностью… … Энциклопедия культурологии
ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ, жизни, жен. 1. только ед. Существование вообще, бытие в движении и развитии. Жизнь мира. Законы жизни. 2. только ед. Состояние организма в стадии роста, развития и разрушения. Жизнь человека. Жизнь растений. || Физиологическое… … Толковый словарь Ушакова
ЖИЗНЬ — как чужой язык: все говорят с акцентом. Кристофер Морли Жизнь есть сон, снящийся Богу. Хорхе Луис Борхес Жизнь это эпидемическая болезнь, передающаяся половым путем. Жизнь что трамвай с вагоновожатым не поразговариваешь. Янина Ипохорская Жизнь… … Сводная энциклопедия афоризмов
жизнь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? жизни, чему? жизни, (вижу) что? жизнь, чем? жизнью, о чём? о жизни; мн. что? жизни, (нет) чего? жизней, чему? жизням, (вижу) что? жизни, чем? жизнями, о чём? о жизнях 1. Жизнь это особая форма… … Толковый словарь Дмитриева
жизнь — (2) 1. Достояние, достаток; совокупность жизненных благ: Тогда при Олзѣ Гориславличи сѣяшется и растяшеть усобицами; погыбашеть жизнь Даждь Божа внука; въ княжихъ крамолахъ вѣци человѣкомь скратишась. 16 17. Ярославе и вси внуце Всеславли! уже… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
ЖИЗНЬ — ЖИЗНЬ. Содержание: Определение понятия «жизнь» ........292 Проблема возникновения жизни на земле . . 296 Жизнь с точки зрения диалектического материализма....................299 Жизнь, основное понятие, выработанное первобытным… … Большая медицинская энциклопедия
ЖИЗНЬ — особое качественное состояние мира, возможно, необходимая ступень в развитии Вселенной. Естественно научный подход к сущности Ж. сосредоточен на проблеме ее происхождения, ее материальных носителей, на отличии живого от неживого, на эволюции… … Философская энциклопедия
жизнь — и; ж. 1. Особая форма существования материи, возникающая на определённом этапе её развития, основным отличием которой от неживой природы является обмен веществ. Возникновение жизни на земле. Ж. растительного мира. Законы жизни. // Совокупность… … Энциклопедический словарь
ЖИЗНЬ — жен. жись, жизть, простонародное живот; житие, бытие; состояние особи, существование отдельной личности. В обширном. смысле жизнь обусловлена только питанием и усвоением пищи, и в этом ·знач. она дана двум царствам природы: животному и… … Толковый словарь Даля
жизнь — Существование, житье, житье бытье, проживание, общежитие; век, дни; живот; долгая жизнь, долгоденствие, долголетие, многолетие. Славное житье; не житье, а масленица. Бренное существование. Она весь век свой трудилась. Он провел дни свои… … Словарь синонимов