Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

денег

  • 101 расход

    α.
    1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•

    расход денег ξόδεμα χρημάτων•

    расход материалов ξόδεμα υλικών•

    расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•

    расход воды κατανάλωση νερού•

    расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•

    расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.

    2. έξοδο, δαπάνη•

    военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•

    -ы производства έξοδα παραγωγής•

    непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•

    накладные -ы γενικά έξοδα•

    мелкие -ы τα μικροέξοδα•

    канцелярские -ы γραφικά έξοδα•

    текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•

    деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•

    лишние -ы περιττά έξοδα•

    внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•

    сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•

    покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•

    записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.

    εκφρ.
    внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•
    вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω.

    Большой русско-греческий словарь > расход

  • 102 расходовать

    -дую -дуешь
    ρ.δ.μ. ξοδεύω δαπανώ• καταναλώνω•

    расходовать много денег ξοδεύ πολλά χρήματα•

    мотор -ует много горючего μηχανή καίει πολλή καύσιμη ύλη.

    ξοδεύομαι, κάνω πολλά έξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > расходовать

  • 103 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 104 скопить

    скоплю, скопишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скопленный, -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποταμιεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω•

    скопить денег на покупку мотоцикла μαζεύω χρήματα για αγορά μοτοσικλέτας.

    μαζεύομαι, συγκεντρώνο-. μαι•

    много -лось работы μαζεύτηκε πολύ δουλειά.

    -плю, -пишь
    ρ.σ.μ. ευνουχίζω.
    ευνουχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скопить

  • 105 случиться

    -чится, μτχ. παρλθ. χρ. случившийся
    ρ.σ.
    συμβαίνω• γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    -лся пожар έγινε πυρκαγιά•

    -лась беда συνέβηκε δυστύχημα (κακό)•

    как будто ничего не -лось σα να μη συνέβηκε τίποτε.

    || απρόσ. τυχαίνω•

    ему не -лось побывать там δεν του έτυχε να πάει εκεί.

    || βρίσκομαι τυχαία•

    со мной денег не -лось κατά τύχη δεν είχα επάνω μου χρήματα.

    -чится
    ρ.σ.
    (για ζώα) οχεύομαι, βατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > случиться

  • 106 солидный

    επ.
    -ден, -дна, -дно.
    1. στέρεος, γερός, ακλόνητος• πάγιος• σταθερός.
    2. σοβαρός, σπουδαίος• εμβριθής. || σημαντικός, σημαίνων.
    3. εύρωστος, ρωμαλέος• στιβαρός.
    4. μεσήλικος, μεσόκοπος•

    человек -ого возраста μεσόκοπος άντρας•

    солидный возраст η μέση ηλικία.

    5. σημαντικός, υπολογίσιμος• σεβαστός•

    -ая сумма денег σεβαστό ποσό χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > солидный

  • 107 толика

    θ. παλ. τμήμα (μέρος) του όλου•

    толика денег ένα μέρος των χρημάτων.

    εκφρ.
    малую (небольшую) -у – λίγο, ελάχιστο, έστω και ένα μικρό μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > толика

  • 108 трата

    θ.
    1. δαπάνη, ξόδευμα• απώλεια, χάσιμο• κατανάλωση•

    трата денег ξόδευμα χρημάτων•

    трата времени απώλεια χρόνου•

    трата сил κατανάλωση δυνάμεων.

    2. πλθ. -ы έξοδα, δαπάνες.

    Большой русско-греческий словарь > трата

  • 109 тратить

    трачу, тратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. траченный, βρ: -чен
    -.а
    -ο
    ρ.δ.μ. ξοδεύω, δαπανώ, χαλώ•

    он ни копейки ни -ит зря αυτός δεν ξοδεύει άσκοπα ούτε ένα καπίκι.

    || καταναλώνω•

    тратить патроны ξοδεύω τα φυσίγγια•

    тратить сил καταναλώνω τις δυνάμεις.

    εκφρ.
    траченный мольюπαλ. σκωροφαγωμέ-νος.
    ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    -ится много денег ξοδεύονται πολλά χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > тратить

  • 110 требование

    ουδ.
    1. απαίτηση, αξίωση, διεκδίκηση• αίτημα•

    требование денег απαίτηση χρημά•

    требование удовлетворить -я бастующих ικανοποιώ τα αιτήματα των απεργών•

    -я моды οι απαιτήσεις της μόδας•

    высокие -я μεγάλες απαιτήσεις•

    территориальные -я εδαφικές διεκδικήσεις•

    выдвигать -я προβάλλω διεκδίκησε ις (αξιώσεις).

    || κλήση, κλήτευση•

    требование суда δικαστική κλήση.

    2. ζήτηση•

    большое требование на меха μεγάλη ζήτηση στις γούνες.

    || αίτηση γραπτή. || πλθ. -я τα απαιτούμενα•

    -я к поступающим в вузы τα απαιτούμενα για την εισαγωγή στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

    Большой русско-греческий словарь > требование

  • 111 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 112 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 113 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 114 утайка

    θ.
    απόκρυψη, κρύψιμο•

    утайка денег κρύψιμο χρημάτων•

    говорить безутайкаи μιλώ χωρίς να κρύβω τίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > утайка

  • 115 функция

    θ.
    1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•

    функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.

    2. (μαθ.) η συνάρτηση•

    тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.

    3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•

    исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.

    4. σημασία, προορισμός, ρόλος•

    функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•

    функция денег ο ρόλος των χρημάτων.

    εκφρ.
    выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > функция

  • 116 фюить

    κ. фьють
    επιφ. (για εξαφάνιση, χάσιμο) φουτ, φιτ, φφφ... у меня нет денег
    фюить! εγώ δεν έχω χρήματα, έγιναν φουτ (καπνός).

    Большой русско-греческий словарь > фюить

  • 117 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • денег — сущ., кол во синонимов: 3 • банкнот (5) • дензнак (3) • монета (298) Словарь синонимов ASIS. В …   Словарь синонимов

  • денег не считает — с деньгами, при деньгах, богатый, денег как грязи, деньги шевелятся, богатый, капиталы водятся, денег куры не клюют, дом полная чаша, капиталы шевелятся, птичьего молока не хватает, деньги шелестят, деньги водятся, птичьего молока недостает… …   Словарь синонимов

  • Денег много - великий грех; денег мало - грешней того. — Денег много великий грех; денег мало (или: намале) грешней того. См. ДОСТАТОК УБОЖЕСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • денег куры не клюют — См. много... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. денег куры не клюют прил., кол во синонимов: 10 • …   Словарь синонимов

  • Денег куры не клюют — Денег КУРЫ НЕ КЛЮЮТ. Разг. Экспрес. Очень много (денег). Эх, житьё этим господам, право! Денег куры не клюют (Данилевский. Беглые в Новороссии) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Денег много, да кошеля нет. — Денег то много, да не во что класть. Денег много, да кошеля нет. См. ПРИЧИНА ОТГОВОРКА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • денег как грязи — прил., кол во синонимов: 10 • богатый (76) • денег куры не клюют (10) • деньги водятся …   Словарь синонимов

  • денег не густо — с деньгами туго, безденежье Словарь русских синонимов. денег не густо нареч, кол во синонимов: 2 • безденежье (41) • …   Словарь синонимов

  • ДЕНЕГ НУЛЛИФИКАЦИЯ — НУЛЛИФИКАЦИЯ ДЕНЕГ …   Юридическая энциклопедия

  • ДЕНЕГ ОБЕСПЕЧЕНИЕ — ОБЕСПЕЧЕНИЕ ДЕНЕГ …   Юридическая энциклопедия

  • Денег куры не клюют — КУРИ А, Шы, мн. куры, кур, курам и (обл. и прост.) курицы, иц, ам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»