Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

денег

  • 61 вклад

    α.
    1. κατάθεση, καταβολή•

    вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.

    2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).
    3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•

    ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > вклад

  • 62 выгадать

    ρ.σ.μ. κερδίζω, εξοικονομώ• βγάζω, ωφελούμαι•

    он -ал много денег на этом деле αυτός έβγαλε πολλά χρήματα απ’ αυτήν την υπόθεση•

    выгадать время κερδίζω χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > выгадать

  • 63 выемка

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκαφή, ξέχωμα•

    выемка грунта εξαγωγή χωμάτων.

    || ανάλήψη, σήκωμα•

    выемка денег из банка ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.

    2. αφαίρεση, κατάσχεση εγγράφων.
    3. βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδοχή, εσοχή.
    (αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. || οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος. || εκχωμάτωση.
    4. κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπόδημα).

    Большой русско-греческий словарь > выемка

  • 64 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 65 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 66 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 67 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 68 загребать

    ρ.δ.
    1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•

    загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•

    чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    || μτφ. κερδίζω, βγάζω•

    он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.

    2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•

    -вправо κωπηλατώ δεξιά.

    μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > загребать

  • 69 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 70 извести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•

    извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.

    2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•

    извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•

    этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•

    извести леса καταστρέφω τα δάση.

    Большой русско-греческий словарь > извести

  • 71 извод

    α.
    (απλ.) ξόδεμα, δαπάνη, κατανάλωση•

    пустой извод денег άσκοπο ξόδεμα χρημάτων•

    извод дров το ξόδεμα των καυσόξυλων.

    α.
    παλ. μετάφραση (κυρίως στη μητρική γλώσσα).

    Большой русско-греческий словарь > извод

  • 72 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 73 клевать

    клюй, клюёшь
    ρ.δ. μ.
    1. ραμφίζω, τσιμπώ•

    куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•

    петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.

    2. παίρνω, αρπάζω•

    рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.

    3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.
    εκφρ.
    носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•
    денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.
    1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•

    наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.

    2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > клевать

  • 74 куда

    επίρ.
    1. ερωτ. που; προς τα που; για που;•

    куда вы идёте? που πηγαίνετε;•

    куда ты спешишь? για που βιάζεσαι;

    2. ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό;•

    куда вам столько денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά;

    3. αναφ. όπου•

    куда назначат, туда и поеду όπου με διορίσουν, εκεί και θα πάω•

    куда ни... όπου και να... куда ни спрятался... όπου και να κρύφτηκε... куда бы ни было όπου και να ήτανε.

    4. (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύγκριτα, πολύ•

    куда лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα).

    5. πολύ, κατά πολύ. || αλλού•

    куда можно куда нельзя αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται.

    || (αντίρρηση ή αδύνατο)•

    везде грязь куда тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ!

    εκφρ.
    куда Макар телят не гонял – πολύ μακριά, στου διαβόλου τη μάνα•
    хоть куда – (απλ.) λαμπρός, άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > куда

  • 75 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 76 насидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλωσσώ•

    курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.

    2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•

    насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.

    1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.
    2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•

    без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•

    насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насидеть

  • 77 настоять

    -ою, -оишь
    ρ.σ.
    επιμένω, εμμένω•

    настоять на выдаче денег επιμένω να δοθούν χρήματα•

    настоять на своём мнении επιμένω στη γνώμη μου•

    настоять на свом επιμένω στο δικό μου.

    -ою, -оишь, προστκ. настой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настоянный, βρ: настоятьсян, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω αφέψημα• εκχυλίζω.
    2. αρωματίζω οινοπνευματώδες ποτό•

    настоять водку !на вишне φτιάχνω ούζο με γεύση βύσσινου.

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > настоять

  • 78 настрелять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настрелянный, βρ: -лян, -а, -о.
    1. (Με στ\ν-•ποσοτική)• σκοτώνω, φονεύω•

    настрелять зайцев σκοτώνω λαγούς.

    2. μτφ. (απλ.) ζητώ, παρακαλώ να μου δόσει•

    настрелять денег ζητώ χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > настрелять

  • 79 натратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натраченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ξοδεύω, δαπανώ•

    натратить кучу денег ξοδεύω ένα σωρό (πάρα πολλά) χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > натратить

  • 80 недослать

    -ошлю, -ошлшь, παρλθ. χρ. недослал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. не-дбсланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ. δε στέλλω ολοκληρωτικά•

    недослать денег δε στέλλω όλα τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > недослать

См. также в других словарях:

  • денег — сущ., кол во синонимов: 3 • банкнот (5) • дензнак (3) • монета (298) Словарь синонимов ASIS. В …   Словарь синонимов

  • денег не считает — с деньгами, при деньгах, богатый, денег как грязи, деньги шевелятся, богатый, капиталы водятся, денег куры не клюют, дом полная чаша, капиталы шевелятся, птичьего молока не хватает, деньги шелестят, деньги водятся, птичьего молока недостает… …   Словарь синонимов

  • Денег много - великий грех; денег мало - грешней того. — Денег много великий грех; денег мало (или: намале) грешней того. См. ДОСТАТОК УБОЖЕСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • денег куры не клюют — См. много... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. денег куры не клюют прил., кол во синонимов: 10 • …   Словарь синонимов

  • Денег куры не клюют — Денег КУРЫ НЕ КЛЮЮТ. Разг. Экспрес. Очень много (денег). Эх, житьё этим господам, право! Денег куры не клюют (Данилевский. Беглые в Новороссии) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Денег много, да кошеля нет. — Денег то много, да не во что класть. Денег много, да кошеля нет. См. ПРИЧИНА ОТГОВОРКА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • денег как грязи — прил., кол во синонимов: 10 • богатый (76) • денег куры не клюют (10) • деньги водятся …   Словарь синонимов

  • денег не густо — с деньгами туго, безденежье Словарь русских синонимов. денег не густо нареч, кол во синонимов: 2 • безденежье (41) • …   Словарь синонимов

  • ДЕНЕГ НУЛЛИФИКАЦИЯ — НУЛЛИФИКАЦИЯ ДЕНЕГ …   Юридическая энциклопедия

  • ДЕНЕГ ОБЕСПЕЧЕНИЕ — ОБЕСПЕЧЕНИЕ ДЕНЕГ …   Юридическая энциклопедия

  • Денег куры не клюют — КУРИ А, Шы, мн. куры, кур, курам и (обл. и прост.) курицы, иц, ам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»