-
1 θυγατέρα
[-άτηρ (-τρός)] η дочь -
2 θυγατέρα
θυγάτηρdaughter: fem acc sg -
3 θυγατέρα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυγατέρα
-
4 θυγατέρα
kız çocuk, kız evlat, kız -
5 θυγατέρα
fille -
6 Κατά μάνα, κατά κύρη έλθει γιος και θυγατέρα
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά μάνα, κατά κύρη έλθει γιος και θυγατέρα
-
7 Κατά μάνα, κατά τάτα έλθει γιος και θυγατέρα
Το μήλο ( το σύκο) πέφτει κάτω απ' τη μηλιά ( απ' τη συκιά)– Κατά μάνα, κατά τάτα ( κύρη) έλθει γιος και θυγατέρα• Яблоко от яблоньки недалеко падает• Каковы родители, таковы и деткиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά μάνα, κατά τάτα έλθει γιος και θυγατέρα
-
8 Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιό και θυγατέρα
• Яблоко от яблони не далеко падаетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιό και θυγατέρα
-
9 θυγατέρ'
θυγατέρα, θυγάτηρdaughter: fem acc sgθυγατέρι, θυγάτηρdaughter: fem dat sgθυγατέρε, θυγάτηρdaughter: fem nom /voc /acc dual -
10 kerime
θυγατέρα, κόρη -
11 λαμβάνω
λαμβάνω ( ΛΑΒ), fut. λήψομαι, ion. λάμψομαι, Her. z. B. 1, 199; dor. λαψοῦμαι, λαψῇ, Theocr. 1, 4. 10; λήμψεται, Matth. 10, 41; – aor. ἔλαβον, ep. auch ἔλλαβον, u. in der iterativen Form λάβεσκον, Her. 4, 78; imper. λαβέ, u. im med. λελαβέσϑαι, Od. 4, 388; – perf. εἴληφα u. εἴ. λημμαι, ion. λελάβηκα, Her. 3, 42. 4, 79. 8, 122, u. λέλαμμαι, Her.; auch λέλημμαι, bei Aesch. Ag. 850, l. d.; Soph. in Cram. Anecd. Ox. 1, p. 268, 22; Eur. Cycl. 433, Ion 1113 ( διαλελημμένον, Ar. Eccl. 10901; – aor. pass. ἐλήφϑην, ion. ἐλάμφϑην, Her.; – nehmen, sowohl freiwillig Gegebenes, als mit Gewalt. – 1) fassen, anfassen, ergreifen, χειρὶ χεῖρα λαβεῖν, Il. 21, 286; so τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, Soph. O. R. 913; χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν, Pind. P. 4, 193; so λάβε γούνατα, Il. 24, 465; oft steht neben dem accus. od. auch allein ein genit., den Theil ausdrückend, der angefaßt wird, κόρυϑος λάβεν, Il. 3, 369; Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεϑίει, 16, 762; ποδῶν, γούνων, 1, 407. 18, 155; τὴν πτέρυγος λάβεν, d. i. er faßte den Vogel am Flügel, 2, 316; γούνων λαβὼν κούρην, die Jungfrau an den Knieen umfassend, wie es Schutzflehende thun, Od. 6, 142; auch ἀγκὰς λαβέτην ἀλλήλων, sie faßten sich einander mit den Armen, Il. 23, 711. Einzeln so auch bei Folgdn, λαβὼν Πολυξένην χερός Eur. Hec. 523, φάσ γανον κώπης 543; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόντην Xen. An. 1, 6, 10. Vgl. unten das med. – Häufiger mit dem bloßen accus., ergreifen, fassen, ἔγχος, σκῆπτρον, Soph. Ai. 279 El. 402; παῖδα ἐν ἀγκάλῃσι, Eur. Hipp. 1431; ἐν χεροῖν δέπας, Hec. 527; auch πρᾶγμα ἐς χέρας, 1242, wie δύναμιν, Suppl. 235; δόλῳ Φιλοκτήτην, Soph. Phil. 101; καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβών, Ant. 916; Ar. Av. 1055 u. sonst. – Auch ἄγραν ποσίν, ergreifen, erreichen, Pind. N. 3, 77. – Bes. auch im feindlichen Sinne, ergreifen, packen, Il. 5, 159. 11, 126, wie Od. 4, 388, τὸν εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσϑαι, auch das med. steht; auch = Beute machen, rauben, ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες Od. 9, 41; σκῠλα, Soph. Phil. 1431; – erwischen, ertappen über der That, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι Aesch. Prom. 194; ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. O. R. 266; oft mit darauf folgdm partic., κἂν λάβῃς μ' ἐψευσμένον, O. R. 461; auch pass., δρῶσ' ἐλήφϑης, du wurdest bei der That ertappt, Trach. 805; im guten Sinne, antreffen, erfinden, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ Phil. 1040; Ἑλλάδα κακίστην λαμβάνων εἰς παῖδ' ἐμόν Eur. Herc. Fur. 223; μή νυν ἐγὼ 'ν τοῖσι δικασταῖς κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar. Vesp. 759; in Prosa, Her. 2, 89. 7, 239; Plat. Gorg. 488; τινὰ ψευδόμενον, Rep. III, 389 c; ἐὰν ληφϑῇ τις ἐπιβουλεύων Gorg. 473 b; δίκην δοῦναι ὑπὲρ ὧν εἴληψαι πεποιηκώς Din. 1, 103; Dem. 21, 189, u. A. so ἐπ' αὐτοφώρῳ. – Von der Gottheit, Einen ergreifen, ihn begeistern, Her. 4, 79, u. öfter im pass. – Auch von Gemüthszuständen, wie von Zuständen des Leibes, bes. krankhaften, sagt man μένος ἔλλαβε ϑυμόν, Il. 23, 468, Ἀτρείωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβε, 1, 387, Wuth, Zorn erfaßte ihn, u. so oft bei ἄλγος, ἀμφασίη, ἄτη, ἄχος, πένϑος, τρόμος, φόβος, wie ἔρως, ϑαῦμα, ἵμερος, ὕπνος, νόσος u. ä.; auch in Prosa, Her. ἔλαβέ με πόϑος, 1, 165; φϑόνος καὶ ἵμερος, 6, 137; λαμβάνει με δέος, Plat. Legg. III, 699 d; ἄχος αὐτὸν ἔλαβε Xen. Cyr. 5, 5, 6; λαμβάνει τὸ στράτευμα ἔνδεια An. 1, 10, 18. – Aber auch umgekehrt, wie bei uns »Muth fassen«, ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι, Od. 10, 461; σϑένος λ., Soph. El. 334, φόβον, O. C. 729; ὀργήν, Eur. Suppl. 1050; bes. ἐλπίδα, Hoffnung fassen, Xen. Cyr. 4, 6, 7 u. sonst. – Uebertr., mit dem Geist erfassen, begreifen, μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν ϑυμῷ λαβεῖν Pind. Ol. 8, 6; νόῳ λαβὼν καὶ τοῦτο, im Geiste überlegend, Her. 3, 51 u. öfter; φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον 9, 10; τὸ μάϑημα ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ λαβόντα Plat. Prot. 314 b; τῇ διανοίᾳ Parm. 143 a; ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών Rep. VI, 496 b; νῷ καὶ διανοήματι Legg. X, 898 e, wofür Ath. VIII, 364 a ἐπὶ νοῦν οὐ λαμβάνοντες τὰ εἰρημένα gesagt ist. – Dah. übh. erfassen, wie bildlich Plat. Theaet. 199 e gesagt ist τὸν ϑηρεύοντα τότε μὲν ἐπιστήμην λαβόντα, vgl. 208 d, öfter; vgl. noch τὴν αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς λάβωμεν Phaedr. 246 d; auch Sp., wie Pol. 2, 35, 8 λαμβάνειν πρὸ ὀφϑαλμῶν sagt, sich vor Augen stellen, betrachten. – 2) daran reiht sich die allgemeine Bdtg einnehmen, erreichen, erlangen, wonach man strebt, κλέος λαβεῖν, Ruhm erwerben, Od. 1, 298, wie Eur. El. 1084; Soph. Phil. 1331; κτῆμα τῆς νίκης, 81; ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν πόνων, O. R. 218; auch προϑυμίαν, φρόνησιν, Trach. 670 Phil. 1078; auch ψόγον, Eur. Hel. 852; γέλωτ' ἐν αὐτοῖς μωρίαν τε λήψομαι Ion 600; ϑέαν, Soph. Phil. 652; Ertrag, Frucht, Nutzen ziehen von Etwas, οὔτ' οἶνον οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου Ar. Nubb. 1123; Xen. Hem. 2, 7, 2; ähnl. τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν Pol. 1, 4, 11. – So auch δίκην, ποινάς, Eur. Bacch. 1313 Troad. 360 u. Folgde; παρά τινος, Lys. 4, a. E.; τιμωρίας, Pol. 37, 2, 7 (vgl. auch unten 3); – τὴν Ἴδην ἐς ἀριστερὴν χέρα, Her. 7, 42, das Idagebirge auf die linke Hand bekommen, so marschiren, daß das Gebirge links liegen bleibt. – Auch geradezu kaufen, λαμβάνειν τι ὀβολοῦ, Ar. Ran. 1236 u. öfter; πόϑεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖσμα λάβοι; Xen. Conv. 2, 4. – 3) freundlich, gastlich aufnehmen, Od. 7, 255, vgl. Il. 11, 842; τὸν ἱκέτην, Soph. O. C. 284. – 4) bei den Dialektikern, annehmen für Etwas, als ausgemacht annehmen, Arist. u. Sp. – Dah. = erklären, bestimmen, ὀρϑῶς τὸν φιλοκερδῆ Plat. Hipparch. 227 c; – aufnehmen, ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ, als Geschenk mit Dank, Pol. 1, 36, 6; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονός, Plut. Alc. 18; τοῦτο πρὸς ἀτιμίαν ὁ δῆμος ἔλαβεν, legte es so aus, Cic. 13; πρὸς ὀργήν, auch πρὸς ὀργῆς u. ä., vgl. Lob. zu Phryn. p. 10. – Auch = eine Stelle eines Schriftwerkes auslegen, erklären. – 5) annehmen, nehmen, was gegeben wird, nach B. A. 106 nur von Dingen, σκεῠος, nicht ἵππον, ἂψ ὅγε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι' ἄποινα Il. 6, 427, wie Soph. τῆς ϑυγατρὸς ἀντίπ οινα λ. El. 582; τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπ ὸν Ἥβας Pind. Ol. 6, 57; παρ' οὗπερ ἔλαβον τάδε τὰ τόξα Soph. Phil. 1216; καὶ μὴν χάριν γ' ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ O. R. 1004; δῶρον τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών 1022; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν Ar. Equ. 439; δῶρα λάμψεται Her. 8, 10; Folgde; παρὰ δὲ τοῦ Ἰνδοῦ ἡδέως ἂν λάβοιμι χρήματα εἰ διδοίη Xen. Cyr. 3, 2, 28, der τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα vrbdt, 1, 4, 26; vgl. Dem. 19, 139; μισϑούς, χρήματα, Plat. Gorg. 514 a Rep. VIII, 368 c; λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Thuc. 2, 97, u. oft so entgegengesetzt; vgl. οὐχ ὥς τι δώσοντ' ἀλλ' ὅπως τι λήψεται Ar. Eccl. 783; auch πιστὰ δοὺς καὶ λαβών, Xen. oft, wie σπ ονδὰς λαμβάνειν καὶ δεξιάν, Hell. 4, 1, 29; ähnlich ὅρκον, Eur. Suppl. 1188; ὅρκον παρά τινος, Einem einen Eid abnehmen, Is. 2, 39; – λαμβάνειν τὴν ϑυγατέρα, die Tochter zur Frau nehmen, Xen. Hell. 4, 1, 14; vollständiger ἢν τὴν ϑυγατέρα μου γυναῖκα λαμβάνῃς Cvr. 8, 4, 16; δι' ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατήρ Plat. Crit. 50 d; γυναῖκα Eur. Alc. 324; ähnl. λαβεῖν γάμους I. A. 486; – ἐσϑῆτα, ein Kleid anlegen, Her. 2, 37. 4, 78; – ὄνομα, einen Namen annehmen, erhalten, Plat. Soph. 267 d; παρά τινος Crat. 409 d; ἐπωνυμίαν Conv. 173 d; – λαμβάνειν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, Einen in Eid und Pflicht nchmen, Her. 3, 74; – δίκην, Strafe empfangen, erleiden, Her. 1, 115; auch τὴν ἀξίαν, sc. δίκην, die verdiente Strafe erleiden, 7, 39. Aehnl. κακὸν λαβεῖν, Schaden leiden, Xen. Oec. 1, 8 Conv. 4, 50; ὅταν τὸ σῶμα κακόν τι λάβῃ Dem. 18, 198; πληγὰς εἰληφέναι 54, 14; Xen. u. A.; bei den Tragg., τοὐπιτίμιον, Aesch. Spt. 1021; τοιαῦτ' ὀνείδη, Soph. O. R. 1494, leiden, λύπην, πημονάς u. ä., συμφοράν, Eur. Med. 43; u. im Ggstz genießen, ἄπονον χάρμα, Pind. Ol. 11, 23; τέρψιν, Soph. Tr. 820, u. ä. öfter bei Eur. u. Folgdn. – Von der Frau empfangen, vollständig ἐν γαστρί, Hippocr. (vgl. κῠμα). – In sich aufnehmen, fassen, enthalten, Pol. 3, 107, 10. – Med. wie act. sich an Etwas halten, anfassen, c. gen., ἀρχῆς, Soph. O. C. 379; χειρὸς δεξιᾶς, Eur. Med. 899, χειρὶ γενειάδος, Andr. 575, πέπλων, Heracl. 48; λάβεσϑέ μου, λάβεσϑε τοῦ σκέλους Ar. Ach. 1214; τῆς κεφαλῆς Her. 4, 64; γονάτων, ἱερῶν, Andoc. 1, 19. 2, 15; καιροῦ, die Gelegenheit benutzen, Is. 2, 28; Dem. u. A.; εἴ τίς σου λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι Plat. Gorg. 486 a, dich ergreift u. fortführt; καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ἔφη Parm. 126 a, öfter. – Uebertr., βραχείας ἐλπίδος Pol. 37, 2, 7; τῆς ἀληϑείας Plat. Phil. 65 b. – Bei Sp. auch = sich an Jemand halten, ihn tadeln, vgl. Plat. Legg. I, 637 b; – λαβέσϑαι ἑαυτοῦ, an sich halten, sich zurückhalten, Heliod. – Das partic. λαβών steht bes. bei den Attikern oft scheinbar pleonastisch, die Handlung ausführlich u. anschaulich beschreibend, wobei man von Beispielen, wie λαβὼν κύσε χεῖρα, er nahm die Hand u. küßte sie, Od. 24, 398 ausgehen kann; κτεῖναι λαβών Soph. O. R. 641; στρατὸν λαβὼν ἔπακτον ἔρχεται Trach. 258. Vgl. Valck. Phoen. 481.
-
12 ἁρμόζω
ἁρμόζω (ἄρω, ἅρμα, ἁρμός, ἁρμόδιος), attisch praes. meist ἁρμόττω; fügen, ordnen, passen. – Hom. viermal: med. Od. 5, 162 δούρατα ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ σχεδίην, füge zusammen; act. transit. 5, 247 τέτρηνεν πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν, vgl. Scholl.; act. intransit. Iliad. 3, 333 ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν· ἥρμοσε δ' αὐτῷ, er paßte ihm; 17, 210 Ἔκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ – Bei den Folgd. –: 1) anfügen, zusammenfügen, ναυπηγίαν Eur. Cycl. 459; ἐπὶ γαίας ἁρμόσαι πόδας, die Füßc auf den Boden setzen, Or. 233; τί τινι, Pind. βίοτον σφίσι N. 7, 98; χαίταν στεφάνοις I. 6, 39; umgekehrt, ῥόδον κροτάφοις Anacr. 42, 9; πόδας ἐπὶ γαίας, die Füße auf die Erde setzen, Eur. Or. 233; ποδὸς ἴχνια, hintreten, Simon. 26 (VII, 253); Plat. nur Phil. 56 a τὸ σύμφωνον; ἔπεα, vom Dichter, Pind. P. 3, 114. Bes. ἄνδρα κόρᾳ, verheirathen, Pind. P 9, 121; γάμον 9, 13; ϑυγατέρα τινί, Einem die Tochter verloben, Her. 9, 108; vgl. Poll. 3, 34 ὁ πενϑερὸς ἐγγυᾷ, ἁρμόζει; med., sich vermählen mit, Her. 5, 47 u. öfter; ἅρμοσται τὴν ϑυγατέρα 3, 137, mit ihr vermählt sein; οὐδ' ἥρμοζε νυμφίῳ τινί Eur. El. 24. – 2) ordnen, befehlen, στρατόν Pind. N. 8, 11; bes. von den Lacedämonischen Befehlshabern, den Harmosten, πόλιν, auch ἐν τῇ πόλει, Xen. Lac. 14, 2; Ael. H. A. 13, 21. Von Instrumenten, stimmen, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Mach. Ath. VII, 346, was nachher συμφωνεῖν heißt; wie Plat. auch das med. braucht, λύραν Rep. I, 349 e; Ar. Equ. 984; ἁρμονίαν Plat. Rep. IX, 591 d; λύρα ἡρμοσμένη Phaed. 85 e; aber Lach. 193 b ist ἡρμόσμεϑα pass.; komisch, κονδύλοις ἡρμοττόμην Ar. Equ. 1236, ich wurde mit Faustschlägen gestimmt, d. i. erzogen. – 3) Am gew. intrans., passen, bequem sitzen, von Kleidern u. Waffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16 ϑώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων; ἱμάτια καὶ ὑποδήματα Plat. Soph. 262 d; Ar. Th. 263 u. sonst. Uebh. angemessen sein, καὶ πρέπον εἶναι, Plat. Gorg. 503 e Lach. 188 d; εἰ μὴ τάδε πᾶσιν ἁρμόσει Soph. Ant. 1303; vgl. O. R. 902 Tr. 728. Gew. mit dat.; εἴς τι, Plat. Polit. 289 b; πρός τι, Ar. Av. 567; Dem. 61, 24; Pol. 1, 26, 4, der auch das med. so construirt, sich nach etwas fügen; ἁρμόττει ἐμοὶ εἰπεῖν Dem. 24, 4; vgl. 18, 42; – ἁρμόζων, passend, angemessen, ξείνια Pind. P. 4, 129; λόγοι, = σύμμετροι, Isocr. 4, 83; καιρὸς καὶ τόπος Pol. 5, 98, 11; vgl. 2, 16, 15; auch mit dem gen., 1, 44, 4.
-
13 ἡλικία
ἡλικία, ἡ, das Lebensalter; ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 22, 419, wo also das Greisenalter gemeint ist, wie ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. Lach. 180 d; ληρεῖν ὑφ' ἡλικίας Luc. de laps. in salt. 1 (s. auch unten); ἁλικίας γηραιὸν μέρος Pind. P. 4, 157; aber auch ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πολιαὶ ϑαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Ol. 4, 29; ἐπεὶ δὲ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἥνπερ σὺ νῦν ἔχεις ἤδη Xen. Cyr. 1, 6, 34; vgl. Her. ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, fünfunddreißig Jahre alt, 1, 26; allgemein, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον 5, 59, dies dürfte dem Alter nach zur Zeit des Laios geschehen sein; 5, 60; οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ, die in demselben Alter stehenden, Thuc. 1, 80; Folgde. Besondere Bestimmungen sind: ἡλικίαν ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, Xen. Hell. 5, 4, 25; τοὺς μὲν προεληλυϑότας ἤδη ταῖς ἡλικίαις, τοὺς δ' οὔπω ἀκμάζοντας, 6, 1, 4; ἡλικίᾳ ἔτι παῖς ὤν, Thuc. 5, 43. Gew. das Alter männlicher Reise, das kräftigste Alter, wie ἥβη, vom 18. bis 50. Jahre, Her. 3, 36. 7, 18, οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ, Thuc. 8, 75; vgl. Dem. 1, 28; Plut. Them. 10; Plat. Phaedr. 255 a; ἐντὸς τῆς πρεπούσης ἡλικίας Tim. 18 d; πόῤῥω τῆς ἡλικίας, über das Jugendalter hinaus, Gorg. 484 c; οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν Charm. 154 a; εἴπερ εἰς ἡλικίαν ἔλϑοι Theaet. 142 d; ἐν ἡλικίᾳ ὄντες μέσῃ τε καὶ καϑεστηκυίᾳ, im gesetzten Alter, Ep. III, 316 c; vgl. Thuc. 2, 36. Von höherem Alter, προϊούσης τῆς ἡλικίας Plat. Phaedr. 279 a; προήκων εἰς βαϑὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nubb. 513; – οἱ τῆς ἡλικίας ἐντὸς γεγονότες Lys. 2, 50; öfter bei den Rednern; allgemein, τὰ μικρὸν πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας γεγενημένα Din. 1, 38; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Isocr. 4, 167; ἕως εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς Dem. 60, 11, bis zu dem heutigen Menschengeschlecht, collectivisch wie die unten folgenden Beispiele; daher Menschenalter, πολλαῖς ἔμπροσϑεν ἡλικίαις τοῦ πολέμου Plut. Pericl. 27; mit Bestimmungen, wie ἡλικίαν εἶχεν ἀνδρὶ συνοικεῖν Is. 2, 4, heirathsfähiges Alter, wofür Plut. Rom. 21 αἱ ἐν ἡλικίᾳ γυναῖκες sagt; Dem. 59, 22 νεωτέρα οὖσα διὰ τὸ μήπω τὴν ἡλικίαν αὐτῇ παρεῖναι; Aesch. 1, 182 τὴν ϑυγατέρα διεφϑαρμένην καὶ τὴν ἡλικίαν οὐ καλῶς διαφυλάξασαν μέχρι γάμου, worauf §. 194 folgt ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι. – Als Collectivum, die Menschen eines gewissen Alters, bes. die waffenfähige Mannschaft, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο Il. 16, 808; ἀστῶν Aesch. Pers. 878; Thuc. 3, 67; ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν 8, 1; πᾶσα ἡλικία Plat. Legg. XII, 959 e; Lys. 2, 49 u. Folgde, wie Plut. Fab. 14; dah. Zeitgenosse u. Zeitalter, s. oben. – Auch körperlich wird es von Größe, Wuchs gebraucht, wie man Dem. 40, 56 erkl.: ἧς τῇ μὲν φύσει πατήρ εἰμι, τὴν δ' ἡλικίαν αὐτῆς εἰ ἴδοιτε, οὐκ ἂν ϑυγατέρα μου, ἀλλ' ἀδελφὴν εἶναι αὐτὴν νομίσαιτε; eigtl. aber nur das Alter, so weit man es im Aeußern erkennen kann u. es nach dem Aeußern beurtheilt, vgl. Her. 3, 16. Aber Luc. V. Hist. 1, 40 sagt ἄνδρας μεγάλους ὅσον ἡμισταδιαίους τὰς ἡλικίας; vgl. Plut. Philop. 11; u. so im N. T. προςϑεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν πῆχυν ἕνα, Hatth. 6, 27; Hesych. erkl. μέγεϑος σώμα τος, μέτρον τι. Sogar von Säulen, Luc. D. Syr. 28.
-
14 διδωμι
(δῐ) (impf. ἐδιδων, fut. δώσω, aor. 1 ἔδωκα - pl. ἔδομεν, pf. δέδωκα, imper. δίδου - aor. 2 δός, conjct. διδῶ aor. 2 δῶ, opt. διδοίην - aor. 2 δοίην; pass.: fut. δοθήσομαι, aor. ἐδόθην, pf. δέδομαι)1) давать(τινί τι Hom., Thuc. etc.)
δοῦναι ἐς χεῖρας λαβεῖν Soph. — передать в руки;δ. καὴ λαμβάνειν Plat., Anth.; — давать и принимать (взамен), т.е. обмениваться;δοῦναι καὴ λαβεῖν λόγον Arst. — высказать свои доводы и выслушать чужие;δ. ὅρκον Isae., Arst., Dem.; — давать клятву;δ. ψῆφον Dem. — подавать (свой) голос, голосовать;δ. γνώμην Dem. — высказывать (свое) мнение;δ. τὰς εὐθύνας Arst. — давать отчет;τῇ δοθείσῃ δυνάμει τὸ δοθὲν βάρος κινῆσαι δυνατόν ἐστι Plut. — (Архимед сказал, что) с помощью данной (т.е. любой) силы можно сдвинуть любую тяжесть;δ. ἀκοήν τινι Soph. — выслушивать кого-л.2) отдавать, передавать(τινὰ κυσίν Hom.)
δ. τινὰ πυρὴ δαπτέμεν Hom. — выдать чьё-л. тело для предания сожжению;δ. ἑαυτόν τινι Her., Thuc., Soph., Xen.; — отдать себя в чьё-л. распоряжение;ὀδύνῃσι или ἀχέεσσι δ. τινά — обречь кого-л. на муки;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Dem. и εἰς κινδύνους Polyb. — подвергать себя опасностям;δ. ἑαυτὸν εἰς ἔντευξιν Polyb. — вступить в беседу;δ. ἑαυτὸν εἰς λῃστείας καὴ καταδρομάς Diod. — предаться разбою и набегам;δοῦναι ἑαυτὸν ἀπό τινος ἐπί τι Plut. — перейти от чего-л. к чему-л.;δοῦναι ἑαυτὸν φρονεῖν Plut. — принять самоуверенный вид3) передавать, вручать(τί τινι φορῆναι Hom.)
4) культ. приносить(ἱρὰ θεοῖσιν Hom.)
5) давать, ниспосылать(νίκην τινί Hom.; πημονὰς βροτοῖς Aesch.)
ἥ τύχη ἥ εὖ διδοῦσα Soph. — благодетельная судьба;τούτῳ εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί! Aesch. — да пошлют ему боги счастья!;δίδοτε, καὴ δοθήσεται ὑμῖν NT. — давайте, и дастся вам6) давать, предоставлять, позволитьδὸς τίσασθαι Ἀλέξανδρον Hom. — дай (мне) отомстить Александру;δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου πράττειν Plat. — законом разрешается делать (это);ἃ εἴ μοι δίδως Plat. — если ты согласен со мною в этом;εἴτε δῴη τις αὐτοῖς τοῦτο Arst. — если даже уступить им в этом;δ. δίοδον ὑγρῷ Arst. — давать (свободный) выход влаге7) преподавать(τέχνην ῥητορικήν Plat.)
μουσικέ ἐκείνοις ἐδόθη Plat. — они обучены музыке8) выдавать замуж(θυγατέρα τινί Hom. и θυγατέρα τινὴ γυναῖκα Her.)
ἐδίδοσαν καὴ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Her. — они выдавали (дочерей) замуж и женились в своей среде;ὅ δούς Eur. и ὅ διδούς Anth. — выдающий замуж (свою дочь), т.е. тесть;τέν Σάμηνδ΄ ἔδοσαν Hom. — ее выдали замуж в Самос;δοθῆναι πρὸς γάμον Plut. — быть выданной замуж9) отпускать, прощать(τινί τι Eur., Xen., Dem.)
10) соглашаться дать(ὁμήρους Her.)
Ἱππίῃ ἐδίδου Ἀνθεμοῦντα, ὅ δὲ οὐκ αἱρέετο Hom. — Гиппию он предложил Антемунт, но тот не принял11) (sc. ἑαυτόν) предаваться(ἡδονῇ Eur.; εἰς δημοκοπίαν Diod.)
-
15 дочь
-
16 дочь
γεν. κ. δοτ. дочери, οργν. дочерью, πλθ. дочери, дочерей, дочерям, дочерьми, о дочерях θ. θυγατέρα, κόρη•единственная μοναχοκόρη.
εκφρ.дочь евы – θυγατέρα της Εύας (γυναίκα πολύ περίεργη). -
17 δίδωμι
δίδωμι, Il.23.620, etc. (late [full] δίδω POxy. 121 (iii A. D.)); late forms, [ per.] 1pl. διδόαμεν v. l. in J.BJ3.8.5, etc., [ per.] 3pl. δίδωσι ([etym.] παρα-) Id.AJ10.4.1, etc.; but thematic forms are freq. used, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., διδοῖς, διδοῖσθα, Il.9.164, 19.270,Aδιδοῖ Od.17.350
, Mimn.2.16, Hdt.2.48, Hp.Aër.12 ([etym.] ἀνα-), A.Supp. 1010, etc.,διδοῦσι Il.19.265
(always in Hom.), dub. in [dialect] Att., Antiph.156; imper.δίδου Thgn.1303
, Hdt.3.140, E.Or. 642,δίδοι Pi.O.1.85
, Epigr. in Class.Phil.4.78, [dialect] Ep.δίδωθι Od.3.380
; inf. διδόναι, alsoδιδοῦν Thgn.1329
, [dialect] Ep.διδοῦναι Il.24.425
, [dialect] Aeol.δίδων Theoc.29.9
; part. διδούς, [dialect] Aeol.δίδοις Alc.Supp.23.13
: [tense] impf. ἐδίδουν -ους -ου, Ar.Eq. 678, Od.19.367, 11.289 ([dialect] Ep.δίδου Il. 5.165
), etc.; [ per.] 3pl.ἐδίδοσαν Hdt.8.9
, etc., ἐδίδουν (v.l. ἐδίδων) Hes. Op. 139, D.H.5.6 codd. ([etym.] ἀπ-), also ἔδιδον prob. in h.Cer. 437, δίδον ib. 328; [dialect] Ep. iter.δόσκον Il.14.382
: [tense] fut.δώσω 14.268
, etc., [dialect] Ep.διδώσω Od.13.358
, 24.314; inf.δωσέμεναι Il.13.369
: [tense] aor. 1 ἔδωκα, used only in ind., Od.9.361, etc., [dialect] Ep.δῶκα Il.4.43
: [tense] aor. 2 ἔδων, used in pl. ind. ἔδομεν ἔδοτε ἔδοσαν ([dialect] Lacon.ἔδον IG5(1).1
B1), and in moods, δός, δῶ, δοίην, δοῦναι, δούς; [dialect] Ep. forms of [tense] aor., subj. [ per.] 3sg. δώῃ, δώῃσι, δῷσι, Il.16.725, 1.324, Od.2.144; [ per.] 3sg. δώη, [dialect] Boeot. (Delph.), IG7.3054 (Lebad.),δοῖ PPetr.2
.p.24; [ per.] 1pl.δώομεν Il.7.299
, Od.16.184, [ per.] 3pl.δώωσι Il.1.137
; [ per.] 3sg. opt. is written ,δοῖ IG14.1488
, etc.; inf.δόμεναι Il.1.116
,δόμεν 4.379
(also [dialect] Dor., Ar.Lys. 1163 ([etym.] ἀπο-), δόμειν SIG942
([place name] Dodona)); Cypr. inf.δοϝέναι Inscr.Cypr.135.5H.
(also opt. δυϝάνοι ib. 6); Arc. part.ἀπυ-δόας IG5(2).6.13
([place name] Tegea); inf. (Orchom., iii B. C.), also in later Greek, BGU38.13 (ii A. D.): [tense] pf.δέδωκα Pi.N.2.8
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδόανθι IG7.3171.35
(Orchom.): [tense] plpf.ἐδεδώκει X.Cyr.1.4.26
:—[voice] Med. only in compds.:— [voice] Pass., [tense] fut. , Is.3.39, etc.: [tense] aor.ἐδόθην Od.2.78
, etc.: [tense] pf.δέδομαι Il.5.428
, A.Supp. 1041, Th.1.26, etc.; [ per.] 3pl. : [tense] plpf.ἐδέδοτο Th.3.109
:—give freely,τινί τι Od.24.274
, etc.: in [tense] pres. and [tense] impf., to be ready to give, offer, Il.9.519, Hdt.5.94, 9.109, Ar.Fr. 100, X.An.6.3.9, etc.; things offered,D.
18.119.2 of the gods, grant, assign, κῦδος, νίκην, etc., Il.19.204, 11.397, etc.; of evils, δ. ἄλγεα, ἄτας, κήδεα, etc., 1.96, 19.270, Od.9.15, etc.; twice in Hom. in [voice] Pass., οὔ τοι δέδοται πολεμήϊα ἔργα not to thee have deeds of war been granted, Il.5.428, cf. Od.2.78; later εὖ διδόναι τινί give good fortune, provide well for.., S.OT 1081, OC 642, E.Andr. 750: abs., of the laws, grant permission,δόντων αὐτῷ τῶν νόμων Is.7.2
, cf. Pl.Lg. 813c.4 with inf. added, ξεῖνος γάρ οἱ ἔδωκεν.. ἐς πόλεμον φορέειν gave it him to wear in war, Il.15.532, cf. 23.183;δῶκε [τεύχεα] θεράποντι φορῆναι 7.149
: later freq. of giving to eat or drink,ἐκ χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172
, cf. Cratin.124, Pherecr.69, etc.;ἐδίδου ῥοφεῖν Ar.Fr. 203
;δίδου μασᾶσθαι Eup. 253
;δὸς καταφαγεῖν Hegem.1
;τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Pherecr.41
;δὸς τὴν μεγάλην σπάσαι Diph.17.7
; with inf. omitted,φιάλην ἔδωκε κεράσας Ephipp.10
;εὐζωρότερον δός Diph.58
; also of giving water to wash with, δίδου κατὰ χειρός (sc. νίψασθαι) Arched.2.3, cf. Alex.261.2.5 Prose phrases, δ. ὅρκον, opp. λαμβάνειν, tender an oath, , cf. D.39.3, Arist. Rh. 1377a8; δ. ψῆφον, γνώμην, put a proposal to the vote, propose a resolution, D.21.87, 24.13: δ. χάριν, = χαρίζεσθαι, S.Aj. 1354, Cratin. 317; ὀργῇ χάριν δούς having indulged.., S.OC 855; λόγον τινὶ δ. give one leave to speak, X.HG5.2.20;δ. λόγον σφίσι
deliberate,Hdt.
1.97;οὐκ, εἰ διδοίης.. σαυτῷ λόγον S.OT 583
; δοῦναι, λαβεῖν λόγον, Arist.SE 165a27 (but δ. λόγον, εὐθύνας, render accounts, IG12.91, al.): δ. δίκην or δίκας, v. δίκη: ἀκοὴν δ. λόγοις lend an ear to.., S. El.30, etc.; δ. ἐργασίαν give diligence, = Lat. dare operam, OGI441.109 (Lagina, i B. C.), POxy.742.11: c. inf., Ev.Luc.12.58: abs., sc.πληγήν, λίθῳ δ. τινί PLips. 13 iii 3
; ἐμβολὰς διδόναι, ram, of ships, D.S.13.10.II c. acc. pers., hand over, deliver up,ἀχέεσσί με δώσεις Od.19.167
;μιν.. ὀδύνῃσιν ἔδωκεν Il.5.397
;Ἕκτορα κυσίν 23.21
;πυρί τινα Od.24.65
;πληγαῖς τινά Pl.R. 574c
;ἔδωκε θῆρας φόβῳ Pi.P.5.60
.2 of parents, give their daughter to wife,θυγατέρα ἀνδρί Il.6.192
, Od.4.7; also of Telemachus,ἀνέρι μητέρα δώσω 2.223
; τὴν.. Σάμηνδε ἔδοσαν gave her in marriage to go to Samé, 15.367, cf. 17.442; with inf. added,δώσω σοι Χαρίτων μίαν ὀπυιέμεναι Il. 14.268
: in Prose and Trag.,θυγατέρα δ. τινὶ γυναῖκα Hdt.1.107
, cf. Th.6.59, X.HG4.1.4, etc.: abs.,ἐδίδοσαν καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Hdt. 5.92
.β, cf. E.Med. 288; alsoδ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
.3 διδόναι τινά τινι grant another to one's entreaties, pardon him at one's request, X.An.6.6.31; διδόναι τινί τι forgive one a thing, condone it, E.Cyc. 296 (s. v. l.).4 δ. ἑαυτόν τινι give oneself up,δ. σφέας αὐτοὺς τοῖσι Ἀθηναίοισι Hdt.6.108
, cf. S.Ph.84, Th.2.68;τινὶ εἰς χεῖρας S.El. 1348
;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς D.18.97
;εἰς τοὺς κινδύνους Plb.3.17.8
;εἰς ἔντευξιν Id.3.15.4
; εἰς τρυφήν, εἰς λῃστείας, D.S.17.108, 18.47: c. inf., .5 appoint, establish, of a priest, LXXEx.31.6; δῶμεν ἀρχηγόν ib.Nu. 14.4; δ. τινὰ εἰς ἔθνος μέγα ib.Ge.17.20; place, τινὰ ὑπεράνω πάντα τὰ ἔθνη ib.De.28.1:—[voice] Pass., οἱ δεδομένοι, = Nethinim, ministers of the Temple, ib.Ne.5.3; ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα .. orders were given them that.., Apoc.9.5.III in vows and prayers, c. acc. pers. et inf., grant, allow, bring about that.., esp. in prayers, δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω grant that he may go.., Il.3.322;τὸν κασίγνητον δότε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.Supp.1.2
; δός με τείσασθαι give me to.., A.Ch.18, cf. Eu.31; also c. dat. pers.,τούτῳ.. εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί Id.Th. 422
;θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς.. παθεῖν S.Ph. 316
, cf. OC 1101, 1287, Pl.Lg. 737b.2 grant, concede in argument,δ. καὶ συγχωρεῖν Id.Phd. 100b
, cf. Arist.Metaph. 990a12, al.: c. inf., Id.Ph. 239b29;δ. εἶναι θεούς Iamb.Myst.1.3
;ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει Arist.Ph. 186a9
; δεδομένα, τά, data, title of work by Euclid; ἡ δοθεῖσα γραμμή, γωνία, etc., Pl.Men. 87a, Euc.1.9, etc.;δεδόσθω κύκλος Archim.Sph.Cyl.1.6
, al.; also in Alchemy, δός take certain substances, Pleid.X.69.IV Gramm., describe, record, Sch.Pi. P.5.93, Sch.Il.16.207.V seemingly intr., give oneself up, devote oneself, c. dat., esp.ἡδονῇ E.Ph.21
, Plu.Publ.13;ἡδοναῖς Philostr. VS1.12
;ἐλπίδι J.AJ17.12.2
;εἰς δημοκοπίαν D.S.25.8
; at full speed,Alciphr.
3.47. -
18 ἁρμόζω
ἁρμόζω, [dialect] Att. [full] ἁρμόττω, [dialect] Dor. [full] ἁρμόσδω Theoc.1.53 ([etym.] ἐφ-); part.Aἁρμόσσον Hp.Art.37
: [tense] impf. ἥρμοζον, [dialect] Dor.ἅρμ- Pi.N.8.11
: [tense] fut. (lyr.), Hp.Fract.31, Ar.Th. 263: [tense] aor.ἥρμοσα Il.3.333
, etc., [dialect] Dor.ἅρμοξα Pi.N.10.12
([etym.] συν-): [tense] pf.:— [voice] Med., [dialect] Ep. imper.ἁρμόζεο Od.5.162
,- όζου Philem.187
: [tense] fut.- όσομαι Gal.10.971
: [tense] aor.ἡρμοσάμην Hdt.5.32
, etc., [dialect] Dor.ἁρμοξάμην Alcm.71
: —[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.), Pl.La. 193d, [dialect] Ion.ἅρμοσμαι Hdt.2.124
; [dialect] Dor. inf.ἁρμόχθαι Ocell.
ap. Stob.1.13.2; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἅρμοκται Ecphant.
ap. Stob.4.7.64: [tense] aor. , [dialect] Dor.ἁρμόχθην D.L.8.85
: [tense] fut.ἁρμοσθήσομαι S.OC 908
:—fit together, join, esp. of joiner's work, ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν (sc. τὰ δοῦρα) Od.5.247 (also in [voice] Med., put together, ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην ib. 162;ναυπηγίαν ἁρμόζων E.Cyc. 460
;ἁρμόζειν χαίταν στεφάνοισι Pi.I.7
6).39;ἀρβύλαισιν ἁ. πόδα E.Hipp. 1189
; ἁ. πόδα ἐπὶ γαίας plant foot on ground, Id.Or. 233;ἁ. ποδὸς ἴχνια Simon.182
; ἐν ἁσυχαία βάσει βάσιν ἅρμοσαι ([tense] aor. imper. [voice] Med.) S.OC 198; kiss,E.
Tr. 763; ἁ. ψαλίοις ἵππους furnish them with.., Id.Rh.27 (lyr.).b generally, adapt, accommodate, ἁ. δίκην εἰς ἕκαστον award each his just due, Sol.36.17; σφισὶν βίοτον ἁ. accord them life, Pi.N.7.98; apply a remedy, S.Tr. 687; make ready,τοὐπτάνιον Hegesipp.
Com.1.19:—[voice] Med., accommodate, suit oneself, πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ' ἁρμόζου τύχην Philem.l.c.;πρός τινα Luc.Merc.Cond.30
; ἁ. σύνεσιν acquire it, Hp. Lex2.2 of marriage, betroth, Hdt.9.108;ἁ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
; ἁ. γάμον, γάμους, ib.13, E.Ph. 411:—[voice] Med., betroth to oneself, take to wife,τὴν θυγατέρα τινός Hdt.5.32
,47 (but [voice] Med. = [voice] Act., 2 Ep.Cor.11.2);ἁ. ὡς ἐὰν αἱρῆται γάμῳ POxy.906.7
(ii/iii A. D.):—[voice] Pass., ἁρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα have her betrothed or married to one, Hdt.3.137; ὡς ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα as troth was plighted between him and her, S.Ant. 570.4 set in order, regulate, govern,στρατ όν Pi.N.8.11
:—[voice] Pass.,[νόμοις] οὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται S.OC 908
; κονδύλοις ἡρμοττόμην I was ruled or drilled with cuffs, Ar.Eq. 1236.b in the Spartan Constitution, act as harmost,ἐν ταῖς πόλεσιν X.Lac.14.2
, etc.: c. acc.,ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17
.5 in Music, tune instruments,τὸ σύμφωνον Pl.Phlb. 56a
, etc.:—[voice] Med.,ἁρμόττεσθαι ἁρμονίαν Id.R. 591d
; ἁ. λύραν tune one's lyre, ib. 349e;Δωριστὶ ἁ. λύραν Ar.Eq. 989
;αὐλόν Luc.Harm.1
(but μέλη ἔς τι ἁ. adapt them to a subject, Simon. 184):—[voice] Pass., of the lyre, to be tuned,Pl.
Tht. 144e, cf. Phd. 85e;ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμ. Id.La. 188d
; at harmony with itself,Id.
R. 554e.II intr., fit well, of clothes or armour, ἥρμοσε δ' αὐτῷ [θώρηξ] Il.3.333; ;ἐσθὰς ἁρμόζοισα γυίοις Pi.P.4.80
; ἆρ' ἁρμόσει μοι (sc. τὰ ὑποδήματα); Ar.Th. 263; τοῖς τρόποις ἁ. ὥσπερ περὶ πόδα fit like a shoe, Pl. Com.129;θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων X.Cyr.2.1.16
.b Math., coincide with, c. dat., Papp.612.14; correspond, Hero Aut.1.4.2 suit, be adapted for, (lyr.), El. 1293, And.4.6; τόδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ἁρμόσει shall not be adapted to another, S.Ant. 1318;κἂν ἐπὶ τῶν θηρίων ἁρμόσειε λόγος Arist.Pol. 1281b19
; εἴς τι, πρός τι, Pl. Plt. 289b, 286d;πρὸς τὰς συνουσίας Isoc.2.34
, cf. D.61.24; of medicines, Dsc.1.2, al.; of an argument, apply, Arist.Ph. 209a9, al.; is applicable,Id.
Rh. 1377a19.3 impers., ἁρμόζει it is fitting, c. acc. et inf.,σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε S.Tr. 731
: c.inf. only,λόγους οὓς ἁρμόσει λέγειν D.18.42
;πάντα τὰ τοιαῦτα ἁρμόττει καλεῖν Id.21.166
;οὔτε ἁ. μοι οἰκεῖν μετὰ τοιούτων Id.40.57
;τὰ τοιαῦτα ῥηθῆναι μάλιστ' ἂν ἁρμόσειεν Isoc.9.72
.4 part. ἁρμόζων, ουσα, ον, fitting, suitable, Pi.P.4.129; ἡ ἁρμόζουσα ἀπόφασις the appropriate verdict, Archim.Sph.Cyl. 1 Praef.; , al.: c. gen., Plb.1.44.1;πρός τι X.Mem.4.3.5
, etc. -
19 ἐκδίδωμι
Aἐκδιδοῖ Hdt.1.80
,al.:—give up, esp.somethingseized and detained unlawfully,Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ Il.3.459
, cf. Hdt.1.3: generally, surrender, esp. of giving up refugees, ib.74, 158 sq.;τινὰ τοῖς ἐχθροῖς S.Ph. 1386
, cf. OT 1040, etc.;ἐ. τινὰ τοῖς κατηγόροις D.21.30
, cf. 29.38; ἐ. δοῦλον give up a slave to be examined by torture, Antipho 6.27, D.29.14;αὐτὸν ἐξέδωκεν μαστιγῶσαι Εὐριπίδῃ Arist.Pol. 1311b32
;αὑτὸν ἐς τιμωρίαν τοῖς δικασταῖς Polyaen.6.7.1
; surrender a city,Ἀμφίπολιν D.19.253
, cf. 257:—[voice] Med., θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν give up one's heart to jollity, Pi.P.4.295.2 give out of one's house,a ἐ. θυγατέρα give one's daughter in marriage,τινί Hdt.1.196
, E.IA 132 (anap.), cf. Thphr.Char.22.4; θυγατέρας παρὰ σφῶν αὐτῶν ἐκδόντες having provided for their marriage at their own expense, D.27.69;Ἄλκηστιν ἐ. πρὸς γάμον D.S.4.53
; freq. also without any acc., give in marriage,ἐ. εἰς οὒς ἂν ἐθέλωσι Pl.R. 613d
, cf. 362b, Th.8.21, etc.: metaph., of the elements,συνοικίζειν καὶ ἐ. Pl. Sph. 242d
:—less freq. in [voice] Med.,ἐκδίδοσθαι θυγατέρα Hdt.2.47
, Thphr. Char.30.19; :—[voice] Pass., Arc. ἐσδοθένσᾳ ( = ἐκδοθείσῃ) given in marriage, SIG306.7 (Tegea, iv B.C.).b give one's son for adoption, τοὺς μὲν (sc. υἱοὺς)εἰς ἑτέρας οἰκίας Plb.31.28.2
, cf. POxy.1206.6 (iv A. D.); also ἐ. τὸν παῖδα ἐπὶ τέχνην put him out as an apprentice, X.Eq.2.2, cf. BGU1021.6, etc.3 farm out, let for hire,τὴν αὐλήν Hdt.1.68
, cf. SIG1044.29 (Halic., iv/iii B. C.), etc.; ἐ. ἀνδράποδα to let out slaves for work, X. Vect.4.15;πῶλον Id.Eq.2.2
(also in [voice] Med., ἐξέδοτο [ ἀμπελῶνα]γεωργοῖς Ev.Marc.12.1
): c. inf.,χαλινὸν χαλκεῖ ἐ. σκευάσαι Pl.Prm. 127a
; ἐ. [ θύλακον]τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι Thphr.Char.16.6
; ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι ib.22.8 ; ἐκδόντος μοι Δημοσθένους..στέφανον χρυσοῦν ὥστε κατασκευάσαι Test. ap. D.21.22; ὥσπερ ἀνδριάντ' ἐκδεδωκὼς κατὰ συγγραφήν like one who has contracted for the execution of a statue, D.18.122.4 give in charge to another, πολλοὺς ἐξέδωκα Προδίκῳ (with play on signf. 2) Pl.Tht. 151b; ἐκδιδοὺς νεικέων so as to be out of the way of quarrels, E.Ba. 293 (s.v.l.): c. inf.,Δὶ τοῦτ'..ἐκδώσομεν πράσσειν Pi.O.13.106
.7 put out, publish, of books, etc., chiefly in [voice] Pass.,λόγος ὁ πρότερον ἐκδοθείς Isoc.5.11
, cf.Plb.2.37.6, Str.1.2.2;τοῖς ἐκδεδομένοις λόγοις Arist. Po. 1454b18
:—in [voice] Act., Plu.Rom.8.8 of a woman, bring to the birth, App.BC1.83.9 of land, etc., return, yield, produce,μέταλλα.. μονολίθους ἐκδιδόντα πλάκας Str.5.2.5
.11 betray, Hsch.II intr., of rivers, empty themselves, disembogue, ἐς θάλασσαν, ἐς τὴν Σύρτιν, ἐς τὸν Μαίανδρον, etc., Hdt.1.80, 2.150, 7.26, etc.2 τῶν ἄλλων [ ζῴων] τὰ μὲν εἰς ὀδόντας ἐκδίδωσι..τὰ δὲ εἰς κέρατα.. run to teeth, etc., Arist.Pr. 898a22; find an outlet, εἰς κεφαλήν ib.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδίδωμι
-
20 προς-πέμπω
προς-πέμπω, zuschicken; τὸν ἡμᾶς δεῦρο προςπέμψαντά σοι, Soph. O. C. 1103. 1351, bes. von Gesandten, Her. 9, 108, κήρυκα, Thuc. 7, 3; αὐτῷ τὴν ϑυγατέρα, Xen. Cyr. 8, 5, 18; Dem. u. Folgde.
См. также в других словарях:
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
θυγατέρα — η 1. κόρη: Έχει ένα γιο και δυο θυγατέρες. 2. μτφ., ό,τι έχει γεννηθεί από άλλο, επακόλουθο: Η ιταλική γλώσσα είναι θυγατέρα της λατινικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυγατέρα — θυγάτηρ daughter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατέρ' — θυγατέρα , θυγάτηρ daughter fem acc sg θυγατέρι , θυγάτηρ daughter fem dat sg θυγατέρε , θυγάτηρ daughter fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκμήνη — I Μητέρα του Ηρακλή, θυγατέρα του Ηλεκτρύωνα και της Αναξούς και σύζυγος του Αμφιτρύωνα. Σύμφωνα με τον ποιητή Άσιο ήταν θυγατέρα του Αμφιάραου και της Εριφύλης, ενώ από άλλες παραδόσεις αναφέρεται ως θυγατέρα της κόρης του Πέλοπα Λυσιδίκης ή της … Dictionary of Greek
Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek
ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] … Dictionary of Greek
γιος — και γυιος και υγιός, ο 1. ο υιός*, το αρσενικό τέκνο 2. παροιμ. α) «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» τα παιδιά κληρονομούν τα γνωρίσματα τών γονιών τους και ακολουθούν το παράδειγμα τους 6) «γαμπρός υγιός δεν γίνεται και νύφη… … Dictionary of Greek
θυγατερεΐς — θυγατερεΐς, ἡ (Α) επιγρ. η θυγατέρα τής κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ εΐς< θ. θυγατέρ τού θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. εΐς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. Νηρ εΐς)] … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek