-
1 θρασέα
θρασύςbold: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)θρασέᾱ, θρασύςbold: fem nom /voc /acc dual (epic ionic)θρασύςbold: fem nom /voc sg (epic ionic) -
2 θρασέας
θρασέᾱς, θρασύςbold: fem acc pl (epic ionic)θρασύςbold: masc acc pl (epic ionic) -
3 θρασύς
θρασύς, εῖα, ύ, fem. ϑρασέα Philem. in B. A. 99, 24, kühn, tapfer; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; ϑρασὺς πόλεμος 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; ϑρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; σϑένος, καρδία, Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; ἐλπίς Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ ϑρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους ϑρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, frech, φϑογγῇ δ' ἑπέσϑω πρῶτα μὲν τὸ μὴ ϑρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ ϑρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις ϑρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ, gefahrlos, sicher; μάταιος, ἀνομίᾳ ϑρασύς Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ ϑρασύς; Plat. vrbdí οἱ ϑρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. ϑρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben ἀνδρεῖος steht; noch mehr tadelnd, neben φϑορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ ϑαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens ϑράσος. – Adv., ϑρασέως Ar. Vesp. 1031, ϑρασύτερον Thuc. 8, 103, ϑρασύτατα D. Sic. 17, 44.
-
4 θρασύς
A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; alsoθ. πόλεμος 6.254
, 10.28, Od.4.146;θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434
, Il.17.662, al.;θ. καρδία Pi.P.10.44
; (lyr.);ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49
; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77;θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol. 1315a11
.2 more freq. in bad sense, over-bold, rash,σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436
(Sch. προπετής); Γοργόνες Pi.P.12.7
; audacious, arrogant, insolent, A.Pr. 180 (lyr.), Ar.Nu. 445 (anap.), etc.; Ἄρης.. πρὸς ἀλλήλους θ., of civil war, A.Eu. 863; γλώσσῃ θ. S.Aj. 1142;ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph. 1307
;ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem.32
; ἀνομίᾳ θ. E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θ. Ar.Eq. 181; ;ἀλαζὼν ὁ θ. καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN 1115b29
; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θ. τῷ θαρραλέῳ ib. 1151b7; τὸ μὴ θ. modesty, A.Supp. 197: [comp] Comp. , Phld.Lib.p.61 O.: [comp] Sup.- ύτατος Isoc.12.133
, etc.II of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pi.N.7.50; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ; S.Ph. 106.III Adv. , etc.: [dialect] Aeol. [full] θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: [comp] Comp. θρασύτερον too boldly, Th.8.103;- τέρως Phalar.Ep.34
: [comp] Sup.θρασύτατα Th.8.84
and (with v.l. -άτως) D.S.17.44: neut. as Adv.,ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24
D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛ[snull ]ṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)
См. также в других словарях:
θρασέα — και θρασεά επίρρ. βλ. θρασύς … Dictionary of Greek
θρασέα — θρασύς bold neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρασέᾱ , θρασύς bold fem nom/voc/acc dual (epic ionic) θρασύς bold fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασέας — θρασέᾱς , θρασύς bold fem acc pl (epic ionic) θρασύς bold masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek