-
1 όργανο(ν)
τό1) в разн. знач орган;αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;
νομοθετικά όργανα — законодательные органы;
τα όργανα τού τύπου — органы печати;
η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;
2) перен. инструмент, орудие;όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;
3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;
τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);
τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);
τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);
4) музыкальный инструмент;πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;
παίζουν τα όργανα — играет музыка;
με όργανα — с музыкой;
5) муз. орган -
2 όργανο(ν)
τό1) в разн. знач орган;αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;
νομοθετικά όργανα — законодательные органы;
τα όργανα τού τύπου — органы печати;
η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;
2) перен. инструмент, орудие;όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;
3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;
τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);
τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);
τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);
4) музыкальный инструмент;πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;
παίζουν τα όργανα — играет музыка;
με όργανα — с музыкой;
5) муз. орган -
3 όργανο
[органо] ουσ ο (βιολ) орган, инструмент, орудие. -
4 οργανοποιια
-
5 οργανοποιος
-
6 ανταλλαγή
-
7 μίσθαρνος
ος, ο[ν] наёмный, платный; продажный;μίσθαρνο όργανο — наёмник, наймит (презр.); — орудие в чьих-л. руках
-
8 πειθήνιος
ος, ο[ν] послушный, покорный;πειθήνιο όργανο — послушное орудие (в чьих-л. руках)
См. также в других словарях:
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
όργανο — το 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει στην παραγωγή έργου, αλλ. σύνεργο, εργαλείο: Χτυπήθηκε με αιχμηρό όργανο. 2. μέλος οργανισμού φυτού ή ζώου: Όργανα αναπνευστικά, πεπτικά, γεννητικά κτλ. 3. μουσικό κατασκεύασμα για παραγωγή ήχων: Τα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όργανο, εκκλησιαστικό — Πνευστό όργανο με πλήκτρα, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της μουσικής. Βλ. λ. εκκλησιαστικό όργανο … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek
ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek