-
1 ψυχικος
31) душевный, духовный(ἡδοναί Arst.; ὁρμαί Polyb.; πάθη Plut.)
2) жизненный(δύναμις Plut.)
3) ( в отличие от πνευματικός) душевный NT. -
2 ψυχικός
ψυχικός, ή, όν (ψυχή; in var. mngs. Diocles, Aristot. et al.; Ptolem., Apotel. 3, 14, 1 [opp. σωματικος]; SIG 656, 20 [166 B.C.]; 4 Macc 1:32; Philo; Jos., Bell. 1, 430; Just., D. 30, 1; Tat.; Ath. 23, 2 [Thales]) ‘of the soul/life’, in our lit. pert. to the life of the natural world and whatever belongs to it, in contrast to the realm of experience whose central characteristic is πνεῦμα, natural, unspiritual, worldly (cp. PGM 4, 524f and 510=Rtzst., Mysterienrel.3 175f lines 28 and 20, where the ἀνθρωπίνη ψυχικὴ δύναμις is contrasted w. the ἱερὸν πνεῦμα. On this s. πνευματικός 2aγ; also β and PGM 4, 725; Herm. Wr. 9, 9; Iambl., Myst. 6, 6 P.: the ἀνθρωπίνη ψυχή in contrast to the gods and to γνῶσις; Orig., C. Cels. 4, 57, 14).ⓐ adj. ψυχικὸς ἄνθρωπος (Hippol., Ref. 5, 27, 3) an unspiritual pers., one who merely functions bodily, without being touched by the Spirit of God 1 Cor 2:14. σῶμα ψυχ. a physical body 15:44ab. The wisdom that does not come fr. above is called ἐπίγειος, ψυχική ( unspiritual), δαιμονιώδης Js 3:15.ⓑ subst.α. τὸ ψυχικόν the physical in contrast to τὸ πνευματικόν (cp. Iren. 1, 5, 1 [Harv. I 42, 1]) 1 Cor 15:46.β. Jd 19 calls the teachers of error ψυχικοί, πνεῦμα μὴ ἔχοντες worldly (lit. ‘psychic’) people, who do not have the Spirit, thereby taking over the terminology of gnostic (on ‘psychic’ and ‘pneumatic’ people in gnostic thinking s. AHilgenfeld, Die Ketzergeschichte des Urchristentums 1884, index) opponents, but applying to gnostics the epithets that they used of orthodox Christians.—DELG s.v. ψυχή. M-M. TW. Sv. -
3 ψῡχικός
-
4 ψῡχικός
ψῡχικός, von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig; δύναμις, πνεῦμα, Lebenskraft, Odem; ὁρμαί, im Ggstz von σωματικός, geistig; δῶρα ψυχικά, entweder Tieropfer od. von Herzen gern dargebracht -
5 ψυχικός
-
6 ψυχικός
ψῡχικός, ψυχικόςof the soul: masc nom sg -
7 ψυχικός
{прил., 6}душевный со знач.: 1) естественный, характиризующийся естественными человеку качествами, мыслящий пожитейски; 2) животный, контролируемый животными инстинктами и страстями; 3) физический, свойственный земным живым существам.Синонимы: 4559 ( σαρκικός); антоним 4152 ( πνευματικός).Ссылки: 1Кор. 2:14; 15:44, 46; Иак. 3:15; Иуд. 1:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχικός
-
8 ψυχικός
{прил., 6}душевный со знач.: 1) естественный, характиризующийся естественными человеку качествами, мыслящий пожитейски; 2) животный, контролируемый животными инстинктами и страстями; 3) физический, свойственный земным живым существам.Синонимы: 4559 ( σαρκικός); антоним 4152 ( πνευματικός).Ссылки: 1Кор. 2:14; 15:44, 46; Иак. 3:15; Иуд. 1:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχικός
-
9 ψυχικός
душевный (1. естественный, характеризующийся естественными человеку качествами, мыслящий по-житейски; 2. животный, контролируемый животными инстинктами и страстями; 3. физический, свойственный земным живым существам); син. σαρκικός; антоним πνευματικός.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχικός
-
10 ψυχικὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχικὸς
-
11 ψυχικός
[психикос] εκ. психический, душевный, духовный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχικός
-
12 ψυχικός
-ή,-όν + A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 1,32belonging to the soul, mental→NIDNTT; TWNT -
13 ψυχικός
[психикос] επ психический, душевный, духовный. -
14 ψυχικός
A of the soul or life, spiritual, opp.σωματικός, ἡδοναί Arist.EN 1117b28
;ὁρμαί Plb.8.10.9
; πνεῦμα ψ. the spirit, or breath of life, Plu.2.1084e, etc.; νόσος ib.524d. Adv.- κῶς Ph.1.81
; opp. σωματικῶς, νοερῶς, Procl.Inst. 139; also, heartily, from the heart, LXX 2 Ma.4.37, 14.24.2 of the animal life, animal, ὁ ψ. ἄνθρωπος the natural man, opp. ὁ πνευματικός, 1 Ep.Cor.2.14, cf. Ep.Jud.19, Phot. s.v.3 brave, Alex.338.II for the soul or spirit of one deceased, ψ. δῶρα διδούς, sc. to Hermes, Epigr.Gr.815.4 ([place name] Crete).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχικός
-
15 ψυχικός
psychiczny przym. -
16 ψυχικός
mentalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψυχικός
-
17 psychiczny
ψυχικός -
18 психический
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > психический
-
19 ψυχικά
ψῡχικά, ψυχικόςof the soul: neut nom /voc /acc plψῡχικά̱, ψυχικόςof the soul: fem nom /voc /acc dualψῡχικά̱, ψυχικόςof the soul: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες.
См. также в других словарях:
ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… … Dictionary of Greek
ψυχικός — ψῡχικός , ψυχικός of the soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή: Η ηρεμία του τοπίου τού χάρισε την ψυχική του γαλήνη. 2. το ουδ.ως ουσ., ψυχικό σημαίνει ευεργεσία, καλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχικά — ψῡχικά , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc pl ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc dual ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
ψυχικωτέρα — ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc comp dual ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχικῶν — ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul fem gen pl ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχικόν — ψῡχικόν , ψυχικός of the soul masc acc sg ψῡχικόν , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Psychic — Storefront psychic fortuneteller in Boston A psychic ( / … Wikipedia
ПСИХИКА — (от греч. psychikos душевный) специфический способ функционирования души. Традиционно психическая реальность противопоставляется, с одной стороны, физиологии организма, понимаемой биохимически, с др. понятию «душа», воспринимаемому как… … Философская энциклопедия
Natürlich — Natürlich, er, ste, welche Comparation doch nur in einigen Fällen üblich ist, adj. et adv. der Natur gemäß, in der Natur gegründet. 1. So fern Natur die Veränderungskraft oder die Verbindung des Mannigfaltigen eines einzelnen Dinges ist. 1)… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart