Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χόλῳ

См. также в других словарях:

  • χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω …   Dictionary of Greek

  • χολῶ — χολάω to be full of black bile pres imperat mp 2nd sg χολάω to be full of black bile pres subj act 1st sg (attic epic ionic) χολάω to be full of black bile pres ind act 1st sg (attic epic ionic) χολάω to be full of black bile pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολῷ — χολάω to be full of black bile pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλω — χόλος gall masc nom/voc/acc dual χόλος gall masc gen sg (doric aeolic) χολόω anger pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χολόω anger imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλῳ — χόλος gall masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …   Dictionary of Greek

  • χόλωι — χόλῳ , χόλος gall masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνησιχολώ — μνησιχολῶ, έω (Α) μνησικακώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + χολῶ (< χολος < χολή), πρβλ. ακρο χολώ] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»