-
1 νέμησις
-
2 νεμησις
-
3 νέμησις
νέμησιςdistribution: fem nom sg -
4 νέμησις
-
5 νέμησις
A distribution,τοῦ χωρίου Is.9.17
;τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.125
S.;οὐσίας Poll.8.135
;βασιλείας J.AJ17.11.1
;χρημάτων Hld.1.19
, cf. Charito 3.7.2 (νέμω B.1.2c
) spreading, Aret.CA1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέμησις
-
6 κατα-νέμησις
κατα-νέμησις, ἡ, = κατανομή, Schol. Pind. Ol. 7, 61.
-
7 δια-νέμησις
δια-νέμησις, ἡ, die Vertheilung, Plut. Anton. 54 u. a. Sp.
-
8 ἀπο-νέμησις
ἀπο-νέμησις, ἡ, das Ab-, Vertheilen.
-
9 ἐπι-νέμησις
ἐπι-νέμησις, ἡ, 1) die Vertheilung, Hippocr.; D. L. 10, 93. – 2) (vom med.) πυρός, das Umsichgreifen des Feuers, Plut. Lys. 12; D. L. 10, 93.
-
10 νεμήσει
νέμησιςdistribution: fem nom /voc /acc dual (attic epic)νεμήσεϊ, νέμησιςdistribution: fem dat sg (epic)νέμησιςdistribution: fem dat sg (attic ionic)νέμωdeal out: fut ind mid 2nd sgνέμωdeal out: fut ind act 3rd sg -
11 νεμήσεις
νέμησιςdistribution: fem nom /voc pl (attic epic)νέμησιςdistribution: fem nom /acc pl (attic)νέμωdeal out: fut ind act 2nd sg -
12 νεμήσεσι
νέμησιςdistribution: fem dat pl -
13 νεμήσεσιν
νέμησιςdistribution: fem dat pl -
14 νεμήσιος
νέμησιςdistribution: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
15 νέμησιν
νέμησιςdistribution: fem acc sgνέμωdeal out: pres subj mp 2nd sg (epic)νέμωdeal out: pres subj act 3rd sg (epic) -
16 διανεμησις
-
17 επινεμησις
-
18 συννεμησις
-
19 νεμήσεων
νεμήσεω̆ν, νέμησιςdistribution: fem gen pl -
20 νεμήσεως
νεμήσεω̆ς, νέμησιςdistribution: fem gen sg (attic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νέμησις — distribution fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσει — νέμησις distribution fem nom/voc/acc dual (attic epic) νεμήσεϊ , νέμησις distribution fem dat sg (epic) νέμησις distribution fem dat sg (attic ionic) νέμω deal out fut ind mid 2nd sg νέμω deal out fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεις — νέμησις distribution fem nom/voc pl (attic epic) νέμησις distribution fem nom/acc pl (attic) νέμω deal out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεσι — νέμησις distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσεσιν — νέμησις distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεμήσιος — νέμησις distribution fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμησιν — νέμησις distribution fem acc sg νέμω deal out pres subj mp 2nd sg (epic) νέμω deal out pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμημα — νέμημα, τὸ (Α) αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νέμη τού νέμω (πρβλ. νέμησις, νεμητής), βλ. και λ. νέμω] … Dictionary of Greek
νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek