Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χτύπος

  • 1 стук

    α.
    1. χτύπος, χτύπημα•

    стук пишущей машинки ο χτύπος γραφομηχανής•

    стук сердца ο χτύπος της καρδιάς.

    2. κρότος, κρούση•

    стук посуды ο κρότος των σκευών.

    Большой русско-греческий словарь > стук

  • 2 стуканье

    ουδ.
    χτύπημα, χτύπος•

    стуканье молотка το χτύπημα του σφυριού•

    стуканье маятника ο χτύπος του εκκρεμούς•

    стуканье сердца ο χτύπος της καρδιάς.

    Большой русско-греческий словарь > стуканье

  • 3 бой

    бой м 1) η μάχη 2) (часов. барабана) о χτύπος
    * * *
    м
    1) η μάχη
    2) (часов, барабана) ο χτύπος

    Русско-греческий словарь > бой

  • 4 стук

    стук м το χτύπημα, ο χτύπος, ο κρότος
    * * *
    м
    το χτύπημα, ο χτύπος, ο κρότος

    Русско-греческий словарь > стук

  • 5 бидон

    бидон
    м τό μπιντόνι, τό τενεκεδένιο <*>χείο[ν]:
    \бидон Для молока δοχείο γιά γάλα-*-* Для керосина τό πετρελαιοδοχείο. ! биение с ὁ χτύπος, ὁ κτύπος, ὁ παλ-ΜΟς:
    \бидон сердца ὁ χτύπος τής καρδίας, τό Χ*οποκάρδι; \бидон пу́льса ὁ σφυγμός; ◊; \бидон *йзии ὁ παλμός τής ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > бидон

  • 6 биение

    ουδ.
    χτύπος•

    биение сердца ο χτύπος της καρδιάς.

    Большой русско-греческий словарь > биение

  • 7 постукивание

    ουδ.
    χτύπος, κρότος.επαναληπτικός;•

    постукивание маятника ο χτύπος του εκκρεμούς.

    Большой русско-греческий словарь > постукивание

  • 8 биение

    1. (удары) ο χτύπος, ο παλμός 2. физ. η απόκλιση
    - колец мор. - των δακτυλίων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > биение

  • 9 стук

    ο χτύπος/κτύπος, το χτύπημα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стук

  • 10 бой

    бой
    м
    1. ἡ μάχη:
    воздушный \бой ἡ ἀερομαχία; морской \бой ἡ ναυμαχία; рукопашный \бой ἡ μάχη σῶμα προς σώμα; у́личные бой οἱ ὁδομαχίες; встречный \бой ἡ ἀντεπίθεση; давать \бой δίνω μάχη; брать с бо́ю παίρνω (или κυριεύω) ἐξ ἐφόδου; сдаваться без бо́я παραδίδομαι ἀμαχητί;
    2. (борьба, состязание) ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας [-ών]:
    кулачный \бой ἡ πυγμαχία; \бой быко́в ἡ ταυρομαχία; петушиный \бой ἡ ἀλεκτορομαχία, ὁ ἀγώνας πετεινών
    3. (удары):
    \бой часов ὁ χτύπος τοῦ [ὠ]ρολογίου; барабанный \бой ἡ τυμπανοκρουσία;
    4. (битая посуда и т. ἡ.) τά σπασμένα, τά θρύψαλλα

    Русско-новогреческий словарь > бой

  • 11 стук

    стук
    м ὁ χτύπος, ὁ κτύπος, τό χτύπημα.

    Русско-новогреческий словарь > стук

  • 12 удар

    удар
    м
    1. τό χτύπημα, τό κτύπημα/ ὁ κτύπος (о звуке):
    \удар саблей ἡ σπαθιά· \удар ного́й ἡ κλωτσιά, τό λάκτισμα· \удар хлыстом τό κτύπημα μέ τό μαστίγιο, ἡ καμι-τσικιά· \удар грома ἡ βροντή· \удар колокола ὁ χτύπος τής καμπάνας, ἡ κωδωνοκρου-σία· главный \удар воен. τό κύριο[ν] κτύπημα· \удар в спину перен τό πισώπλατο χτύπημά одним \ударом διά μιᾶς· наносить \удар καταφέρω κτύπημα·
    2. перен (потрясение) τό χτύπημα, τό δυστύχημα:
    \удары судьбы τά χτυπήματα τής μοίρας, οἱ συμφορές·
    3. (кровоизлияние в мозг) ἡ ἀποπληξία· 4.:
    солнечный \удар ἡ ἡλίαση[-ις]·
    5. спорт.:
    штрафной \удар τό φάουλ· ◊ одним \ударом двух зайцев убить погов. μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια· быть в \ударе εἶμαι σέ φόρμα· ставить под \удар ἐκθέτω σέ κίνδυνο.

    Русско-новогреческий словарь > удар

  • 13 било

    ουδ.
    1. σήμαντρο.
    2. χτύπος, κρούση (μερών μηχανής).

    Большой русско-греческий словарь > било

  • 14 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 15 перестук

    α.
    1. χτύπος• κρότος.
    2. βλ. перестукивание (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > перестук

  • 16 прищёлкивание

    ουδ.
    1. πιάσιμο, μάγγωμα, σύνθλιψη.
    2. χτύπος, κρότος, πλατάγισμα.

    Большой русско-греческий словарь > прищёлкивание

  • 17 пульсация

    θ.
    παλμός, χτύπος•

    пульсация сердца ο παλμός της καρδιάς.

    Большой русско-греческий словарь > пульсация

  • 18 сердце

    -а, πλθ. сердца, -дец, -дцам
    ουδ.
    1. η καρδιά•

    сердце бьтся η καρδιά χτυπά•

    порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•

    болезни -а καρδιακές παθήσεις•

    биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.

    2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•

    сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•

    я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).

    3. θυμός, οργή, εξόργιση.
    4. κέντρο•

    афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.

    εκφρ.
    в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•
    от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•
    по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•
    с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•
    с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•
    всем -ем – ολόκαρδα•
    сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•
    сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•
    сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•
    держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•
    разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•
    сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•
    брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•
    принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•
    отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).

    Большой русско-греческий словарь > сердце

  • 19 сердцебиение

    ουδ.
    χτύπος της καρδιάς, παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι, χτυποκάρδι.

    Большой русско-греческий словарь > сердцебиение

  • 20 тарахтение

    ουδ.
    τρίξιμο, χτύπος.

    Большой русско-греческий словарь > тарахтение

См. также в других словарях:

  • χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτύπος — ο, Ν βλ. κτύπος …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία …   Dictionary of Greek

  • άραγμα — το (Α ἄραγμα) νεοελλ. (για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά αρχ. χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση …   Dictionary of Greek

  • αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… …   Dictionary of Greek

  • αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • αρματόκτυπος — ἁρματόκτυπος, ον (Α) ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …   Dictionary of Greek

  • γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»