-
21 тик-так
επιφ. τικ-τακ (ο χτύπος του ρολογιού). -
22 толчок
-чка α.1. σπρώξιμο, ώθηση• χτύπημα, σκούντημα. || ο χτύπος της καρδιάς, καρδιοχτύπι. || δόνηση, τράνταγμα, σείσιμο•толчок земли η δόνηση της γης.
2. μτφ. παρακίνηση, προτροπή, παρόρμηση• κίνητρο. || τίναγμα, απώθηση. || αναπήδημα• ανατίναγμα.εκφρ.в -и (выгнать, прогнать) – διώχνω με σπρωξιές. -
23 топот
-а α.ποδοκρότημα• ο χτύπος των βημάτων•конский топот ο κρότος των αλογοπατη-μάτων•
топот прохожего ο κρότος των πατημάτων του διαβάτη•
топот многих лошадей το ποδοβολητό των αλόγων.
-
24 трепет
-а α.1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.3. διέγερση ψυχική• ρίγος•трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.
|| μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος. -
25 тук
-
26 удар
-а α.1. χτύπημα•нанести удар καταφέρω χτύπημα•
удар молотком χτύπημα με το σφυρί•
отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•
одним -ом με ένα χτύπημα.
|| χτύπος• κρότος•-ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•
подземные -ы υπόγειοι κρότοι.
2. μτφ. πλήγμα• δεινό•-ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•
перенести удар υπομένω το πλήγμα.
3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•
фяанговый удар πλευρική επίθεση•
решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.
4. αποπληξία•он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.
εκφρ.под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•ставить под – βάζω σε κίνδυνο. -
27 условный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. συνθηματικός, συμφωνημένος• συμβατικός•условный знак συνθηματικό σημάδι•
условный сигнал το σύνθημα•
-стук συνθηματικός χτύπος•
условный свист συνθηματικό σφύριγμα•
условный язык συνθηματική γλώσσα.
2. γινόμενος με όρο•-ое согласие η με όρους συγκατάθεση•
условный приговор καταδίκη με αναστολή.
3. σχετικός (όχι απόλυτος).4. τυπικός, υποθετικός•-ая линия τυπική (νοερή) γραμμή.
5. συμβολικός•-ая декорация συμβολική διακόσμηση•
условный жест συμβολική χειρονομία.
6. (γραμμ.) υποθετικός•условный союз υποθετικός σύνδεσμος•
-ое предложение υποθετική πρόταση•
-ое наклонение υποθετική έγκλιση.
7. τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση). -
28 хлопанье
-я ουδ.1. χτύπος, κράτηση.2. χειροκρότημα, -ση. -
29 щёлк
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτύπος — ο, Ν βλ. κτύπος … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία … Dictionary of Greek
άραγμα — το (Α ἄραγμα) νεοελλ. (για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά αρχ. χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα … Dictionary of Greek
αρματόκτυπος — ἁρματόκτυπος, ον (Α) ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + κτύπος] … Dictionary of Greek
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek