Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χτύπος

  • 21 тик-так

    επιφ. τικ-τακ (ο χτύπος του ρολογιού).

    Большой русско-греческий словарь > тик-так

  • 22 толчок

    -чка α.
    1. σπρώξιμο, ώθηση• χτύπημα, σκούντημα. || ο χτύπος της καρδιάς, καρδιοχτύπι. || δόνηση, τράνταγμα, σείσιμο•

    толчок земли η δόνηση της γης.

    2. μτφ. παρακίνηση, προτροπή, παρόρμηση• κίνητρο. || τίναγμα, απώθηση. || αναπήδημα• ανατίναγμα.
    εκφρ.
    в -и (выгнать, прогнать) – διώχνω με σπρωξιές.

    Большой русско-греческий словарь > толчок

  • 23 топот

    α.
    ποδοκρότημα• ο χτύπος των βημάτων•

    конский топот ο κρότος των αλογοπατη-μάτων•

    топот прохожего ο κρότος των πατημάτων του διαβάτη•

    топот многих лошадей το ποδοβολητό των αλόγων.

    Большой русско-греческий словарь > топот

  • 24 трепет

    α.
    1. τρεμούλιασμα• ταλάντευση• κλονισμός
    2. χτύπος, παλμός. || μαρμαρυγή, αναλαμπή, λαμπύρισμα, τρεμοφέγγισμα.
    3. διέγερση ψυχική• ρίγος•

    трепет восторга ρίγος από ενθουσιασμό.

    || μτφ. οργασμός, ζωηρή κίνηση.
    4. μτφ. ανατριχίλα, φρίκη, φόβος και τρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > трепет

  • 25 тук

    α.
    1. (παλ. κ. διαλκ.) λίπος, ξύγκι•

    свиной тук το χοιρινό λίπος.

    2. έδαφος παχύ (εύφορο).
    3. χημικό λίπασμα.
    επιφ. (μιμητικό ήχου)• τουκ (χτύπος)•

    тук-тук, тук-тук-тук τουκ-τουκ, τουκ-τουκ-τουκ.

    Большой русско-греческий словарь > тук

  • 26 удар

    α.
    1. χτύπημα•

    нанести удар καταφέρω χτύπημα•

    удар молотком χτύπημα με το σφυρί•

    отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•

    одним -ом με ένα χτύπημα.

    || χτύπος• κρότος•

    -ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•

    подземные -ы υπόγειοι κρότοι.

    2. μτφ. πλήγμα• δεινό•

    -ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•

    перенести удар υπομένω το πλήγμα.

    3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•

    молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•

    фяанговый удар πλευρική επίθεση•

    решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.

    4. αποπληξία•

    он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.

    εκφρ.
    под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•
    ставить под – βάζω σε κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > удар

  • 27 условный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. συνθηματικός, συμφωνημένος• συμβατικός•

    условный знак συνθηματικό σημάδι•

    условный сигнал το σύνθημα•

    -стук συνθηματικός χτύπος•

    условный свист συνθηματικό σφύριγμα•

    условный язык συνθηματική γλώσσα.

    2. γινόμενος με όρο•

    -ое согласие η με όρους συγκατάθεση•

    условный приговор καταδίκη με αναστολή.

    3. σχετικός (όχι απόλυτος).
    4. τυπικός, υποθετικός•

    -ая линия τυπική (νοερή) γραμμή.

    5. συμβολικός•

    -ая декорация συμβολική διακόσμηση•

    условный жест συμβολική χειρονομία.

    6. (γραμμ.) υποθετικός•

    условный союз υποθετικός σύνδεσμος•

    -ое предложение υποθετική πρόταση•

    -ое наклонение υποθετική έγκλιση.

    7. τυπικός, συμβατικός (παρμένος σαν βάση).

    Большой русско-греческий словарь > условный

  • 28 хлопанье

    ουδ.
    1. χτύπος, κράτηση.
    2. χειροκρότημα, -ση.

    Большой русско-греческий словарь > хлопанье

  • 29 щёлк

    α.
    κρότος, χτύπος.
    επιφ. με σημ. κρότου: κρακ, χρακ. || ως κατηγ. κροτώ, χτυπώ, κάνω κρακ.

    Большой русско-греческий словарь > щёлк

См. также в других словарях:

  • χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτύπος — ο, Ν βλ. κτύπος …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία …   Dictionary of Greek

  • άραγμα — το (Α ἄραγμα) νεοελλ. (για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά αρχ. χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση …   Dictionary of Greek

  • αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… …   Dictionary of Greek

  • αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • αρματόκτυπος — ἁρματόκτυπος, ον (Α) ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …   Dictionary of Greek

  • γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»