Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρησίμῳ

См. также в других словарях:

  • χρησίμω — χρήσιμος useful masc/neut nom/voc/acc dual χρήσιμος useful masc/neut gen sg (doric aeolic) χρήσιμος useful masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρήσιμος useful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησίμῳ — χρήσιμος useful masc/neut dat sg χρήσιμος useful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησίμωι — χρησίμῳ , χρήσιμος useful masc/neut dat sg χρησίμῳ , χρήσιμος useful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»